Μητροπολιτικός ναός αγ. Γεωργίου Πόρου, Τοιχογραφίες Κων. Παρθένη, 1907Αναλύσεις με μη καταστρεπτικές μεθόδους για τεκμηρίωση της τεχνολογίας κατασκευής και της παθολογίας των τοιχογραφιών του Κωνσταντίνου Παρθένη, στο Μητροπολιτικό Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Πόρου.
Στο κέντρο του Πόρου, στη νήσο Σφαιρία, και κοντά στην παλιότερη συνοικία «Καστέλλι» δεσπόζει ο Μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γεωργίου. Ο ναός αυτός υπήρχε ήδη πριν το 1850 και μάλιστα ήταν ο πρώτος Δημοτικός-Κοινός ναός του Πόρου. Η επιγραφή, η οποία βρίσκεται στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου του ναού είναι η δεύτερη μαρτυρία (μετά από κάποια έκθεση του επισκόπου Ύδρας) που μας πληροφορεί ότι ο ναός, στη σημερινή του μορφή, ιδρύθηκε το έτος 1861 και ανοικοδομήθηκε χάρη στις εισφορές των κατοίκων του Πόρου.
Πρόκειται για μία τρίκλιτη βασιλική με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος, με επιβλητικό τρούλο, ύψους δεκαπέντε μέτρων.
Οι τοιχογραφίες του Ναού
Στην κλείδα του τρούλου και εντός χρυσού βάθους εικονίζεται ο Παντοκράτωρ, εγγεγραμμένος σε κύκλο, διακοσμημένο με γεωμετρικά σχήματα. Αποδίδεται στον συνήθη από την βυζαντινή περίοδο «κλειστό» τύπο. Φέρει ένα σταυρό και ένα επίγραφο φωτοστέφανο. Ευλογεί και κρατεί κλειστό βιβλίο πάνω στο στήθος. Η μορφή του είναι ήρεμη και σοβαρή. Φορά πορφυρό χιτώνα με χρυσή παρυφή και βαθυγάλανο ιμάτιο με χρυσή επίσης παρυφή. Από τεχνοτροπικής άποψης, η παράσταση μοιάζει με αυτή της Ρωσικής Εκκλησίας των Αθηνών, διαφοροποιείται όμως στην χρωματική σύνθεση και στην έκφραση.
Στην επόμενη ζώνη, στο τύμπανο του τρούλου, απεικονίζονται οι Μωυσής, Αβακούμ, Σαμουήλ, Αβραάμ, Ησαΐας, Δανιήλ, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Ηλίας, Νεεμίας, Σολομών, Ελισαίος καθώς και ο προπάτωρ Αδάμ. Οι μορφές αυτές αποδίδονται ολόσωμες και υπερμεγέθεις (περίπου 2,50 μ.), φορούν τις καθιερωμένες ενδυμασίες τους από την παλαιά βυζαντινή παράδοση και κρατούν λειτουργικά και άλλα αντικείμενα σχετιζόμενα με τις βιβλικές προεικονίσεις της Θεοτόκου. Πρόκειται, από εικονογραφικής και τεχνοτροπικής άποψης, για παρόμοιες μορφές με εκείνες της Ρωσικής Εκκλησίας των Αθηνών.
Στα σφαιρικά τρίγωνα τοποθετούνται οι τέσσαρις Ευαγγελιστές. Οι μορφές απεικονίζονται σε χρυσό βάθος, διακρίνονται καθισμένες και περιβαλλόμενες από νέφη, ενώ οι μπαρόκ στάσεις και κινήσεις τους προσδίδουν σε αυτές μνημειακό χαρακτήρα.
Στη βάση του τρούλου διακρίνονται δύο επιγραφές: στο νότιο μέρος «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΗΣ ΕΠΟΙΗΣΕΝ ΕΤΕΙ 1907» και στο βόρειο «Ο ΤΡΟΥΛΛΟΣ ΕΚΟΣΜΗΘΗ ΔΑΠΑΝΑΙΣ Γ. ΜΙΧΑΗΛ ΕΝ ΕΤΕΙ 1907». Οι υπόλοιπες επιφάνειες καλύπτονται από διακοσμητικά θέματα, φυτικό διάκοσμο και άστρα σε βαθυγάλανο βάθος. Παλαιότερα υπήρχαν επιγραφές με βιβλικά χωρία, οι οποίες περικλείονταν σε πλαίσια, όπως και στους παλαιοτέρους ναούς των Αθηνών (Αγία Ειρήνη, Άγιος Γεώργιος Καρύτσης).
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δεσποτικές εικόνες του κτιστού τέμπλου του ναού. Στο δεξιό μέρος τοποθετείται, ως συνήθως, η εικόνα του Χριστού (1,50x0,75 μ.). Ο Κύριος απεικονίζεται καθήμενος επί επιβλητικού μαρμάρινου θρόνου να ευλογεί. Η εικόνα φιλοτεχνήθηκε κατά το έτος 1907 και είναι πιθανότατα και αυτή έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη.
Ο άμβωνας ευρίσκεται στο βόρειο πεσσό του ναού. Ο εξώστης του είναι οκταγωνικός, διακοσμείται από δύο σειρές τριών επαλλήλων ζωνών, οι οποίες περικλείουν ελισσόμενους βλαστούς και φυτά. Η κωνοειδής απόληξη του εξώστη υποβαστάζεται από ένα δικέφαλο αετό, με ανεπτυγμένα πτερά. Ανάμεσα στις δύο αυτές σειρές τοποθετούνται πέντε εικονίδια, τα οποία παριστάνουν τους τέσσερις Ευαγγελιστές να έχουν στο κέντρο το Χριστό, διαστάσεων 0,60x0,40 μ. Η επιγραφή Κ Π δηλώνει προφανέστατα ότι οι εικόνες είναι έργα του μεγάλου ζωγράφου Κωνσταντίνου Παρθένη.
Στο μεγαλοπρεπή ξυλόγλυπτο Δεσποτικό Θρόνο παρατηρούνται μπαρόκ και νεοκλασικά στοιχεία, τα όποια τον εντάσσουν σε μια περισσότερο ακαδημαϊκή εξέλιξη παρομοίων μπαρόκ θρόνων της εποχής της Τουρκοκρατίας στα νησιά των Κυκλάδων. Φέρει εικόνα με την απεικόνιση του Χριστού, διαστάσεων 1,00x0,80 μ., στον τύπο του Μεγάλου Αρχιερέως. Στο κάτω μέρος της εικόνας υπάρχει η εξής επιγραφή: Δαπάνη Γ. Μιχαήλ/Κ. Παρθένης 1907.
Ο Κων. Παρθένης εργάσθηκε στο Ναό του Αγίου Γεωργίου από το Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του έτους 1907. Ως πρότυπα χρησιμοποίησε τις αντίστοιχες παραστάσεις των Ναών Μονής Δαφνιού και Ρωσικοϋ (Σωτήρα Λυκοδήμου) της Αθήνας.