ΤΑ ΝΕΑ - Ταχυδρόμος"Νεογέννητο 118 ετών"
ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟ 118 ΕΤΩΝ
ΤΟ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΜΕΝΟ ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΝΟΙΓΕΙ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΙΣ ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ
Το όλο εγχείρημα υπήρξε ένας μεγάλος αγώνας και ίσως ένα προσωπικό στοίχημα για τον τότε διευθυντή του Θεάτρου Νίκο Κούρκουλο, του οποίου το όνομα υπάρχει σε κάθε γραφειοκρατικό υπογεγραμμένο έγγραφο και παραέγγραφο, όπως μας ενημερώνουν οι άνθρωποι που ανέλαβαν την αρχιτεκτονική μελέτη του διατηρητέου κτιρίου. Το Θέατρο, που εγκαινιάστηκε το 1901 ως «Βασιλικό» και έγινε αμέσως ο ομφαλός της πρωτεύουσας και η αρχιτεκτονική της ταυτότητα, έζησε μια πολυτάραχη ζωή, ακολουθώντας κατά πόδας τη μοίρα της πόλης. Οι διακοσμητικές μόδες το παραμόρφωσαν βάναυσα, οι σεισμοί το αποσταθεροποίησαν και οι ανάγκες της ιστορίας τού άλλαξαν συχνά χρήση, με αποτέλεσμα το βιογραφικό του να μοιάζει σήμερα με ένα πυκνό ιστορικό της πόλης των Αθηνών.
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΕΝΟΣ ΚΤΙΡΙΟΥ
Η ουρμαγιά για να ξεκινήσει το έργο ήταν οι 10.000 λίρες που δόθηκαν ως δωρεά στον βασιλιά Γεώργιο Α' το 1891. Βασιλεύς και αυλικοί έψαχναν μήνες για να βρουν το σωστό οικόπεδο, ενώ η αρχική επιλογή ήταν κοντά στην Κλαυθμώνος. Τελικά, επελέγη το οικόπεδο του αυλικού Νικολάου Θων επί της Αγ. Κωνσταντίνου και το έργο ανατέθηκε στον Γερμανό αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλερ. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 (ή αλλιώς του Σπύρου Λούη), όμως, θα καθυστερήσουν τις διαδικασίες αποπεράτωσης και το κτίριο θα εγκαινιαστεί το 1901 ως επίσημο Βασιλικό Θέατρο.
Έκτοτε ξεκινάει μια ταραχώδης πορεία. Λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή του, το 1908, θα διακόψει τη λειτουργία του και θα δοθεί σε κοινή χρήση ως το 1930, καθώς για αρκετό καιρό θα γίνει Χώρος υποδοχής προσφύγων από τη Μ. Ασία. Το 1932, με νόμο του τότε υπουργού Παιδείας Γ. Παπανδρέου, μετονομάζεται σε Εθνικό Θέατρο και ανακαινίζεται υπό την επίβλεψη του σκηνογράφου Κλεόβουλου Κλώνη και με γενικό διευθυντή τον Ιωάννη Γρυπάρη (σκηνοθέτης τότε ο Φώτος Πολίτης και κοστούμια ο Αντώνης Φωκάς). Δυστυχώς, η βενιζελική επιτροπή θα αποξηλώσει τα θεωρεία του πρώτου ορόφου, πράγμα που θα αλλοιώσει την αρχική σύνθεση και την ακουστική του χώρου της Κεντρικής Σκηνής.
Το 1960, το ξενοδοχείο «Μεσσήνη» κατεδαφίζεται και το Θέατρο επεκτείνεται προς την οδό Μενάνδρου με τη Νέα Σκηνή. 'Έτσι το όραμα του Τσίλερ για επέκταση των εγκαταστάσεων του Θεάτρου γίνεται πραγματικότητα, αν και με μισό αιώνα καθυστέρηση. Το 1979 θα ξεκινήσει να χτίζεται το τριώροφο υπόγειο της Σατωβριάνδου, το οποίο παρέμενε ημιτελές μέχρι και στις μέρες μας. Δύο χρόνια αργότερα, το 1981, το Εθνικό θα γνωρίσει μεγάλες απώλειες.
Ο Δημήτρης Ροντήρης, ο σκηνοθέτης που το όνομά του ταυτίστηκε με το Εθνικό Θέατρο, πεθαίνει και ένας ισχυρός σεισμός 6,8 ρίχτερ θα δημιουργήσει σημαντικές ζημιές, οι οποίες θα αποκατασταθούν τοπικά, χωρίς καμία ολοκληρωμένη όμως στατική αντιμετώπιση. Ο επόμενος σεισμός του 1999 θα είναι και η χαριστική βολή του κτιρίου, αφού θα προκαλέσει τόσο μεγάλες φθορές και ρωγματώσεις, ώστε να κριθεί ακατάλληλο.
Από τότε τελεί υπό ανακαίνιση με έργα τα οποία περιλάμβαναν την ανάπλαση ολόκληρου του οικοδομικού τετραγώνου Αγ. Κωνσταντίνου - Μενάνδρου - Σατωβριάνδου - Κουμουνδούρου και με έτος παράδοσης το 2007. Μετά και τις κλασικές νεοελληνικές καθυστερήσεις, το Εθνικό Θέατρο, τόσο καινούριο όσο και παλιό, κάνει το πανηγυρικό του άνοιγμα στο κοινό δύο χρόνια αργότερα, δηλαδή σε λίγες μέρες από σήμερα.
ΚΟΜΨΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΒΕΣΤΗ
Αρχιτέκτονες, κατασκευαστές, πολιτικοί μηχανικοί, συντηρητές και δεκάδες συνεργεία έχουν κοπιάσει από τότε για να φέρουν στο φως το θαμμένο θησαυρό του Τσίλερ. Για να τον ανακαλύψουν, χρειάστηκε πολλές φορές να ξεθάψουν αριστουργηματικές τοιχογραφίες και οροφογραφίες που διατρέχουν όλο το κτίριο κάτω από παχιά στρώματα ασβέστη και λαδομπογιάς. Η κακή έως ανύπαρκτη συντήρηση του Θεάτρου, οι σεισμικές δονήσεις, η αδιαφορία και η άγνοια των εκάστοτε ιθυνόντων και η γήρανση υλικών 100 χρόνων κάλυψαν όλη την τσιλερική καλλιτεχνία.
«Αναστήσαμε ένα νεκρό κτίριο που κανείς δεν ήξερε τι είχε μέσα», μας λέει ο συντηρητής του κτιρίου Γιώργος Παυλόπουλος. «Αποκαλύψαμε 1.500 τ.μ. αυθεντικού ζωγραφικού διακόσμου κάτω από ένα στρώμα 8 χιλιοστών, που χρονολογικά αποτελούνταν από σέπικο, ασβεστόχρισμα και πλαστικό. Ήταν μόδα τότε τις δεκαετίες του '30, του' 40 και του '50 ο γύψος και το άσπρο, ώστε να δίνεται η όψη του νεοκλασικού». Βασική γραμμή στη διαδικασία αναπαλαίωσης του έργου ήταν η συντήρηση και η αποκατάσταση του ζωγραφικού και γλυπτικού διακόσμου με βάση την αισθητική ενότητα, αλλά και με σεβασμό στην ιστορική και καλλιτεχνική αξία του έργου. Οι εργασίες αποκάλυψαν τοιχογραφίες και οροφογραφίες με ζωγραφική υψηλής τεχνικής, με μοτίβα χαρακτηριστικά της αισθητικής Τσίλερ από τον όψιμο κλασικισμό, με παραστάσεις δανεισμένες από τη φύση και θεματολογία της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
ΟΙ ΕΡΩΤΙΔΕΙΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Μπαίνοντας από την είσοδο της Κουμουνδούρου στο υπόγειο που οδηγεί στα πρώην βασιλικά θεωρεία και τωρινά γραφεία, διασχίζεις ένα υπέροχο μωσαϊκό με ζωγραφικές παραστάσεις γεωμετρικών σχημάτων, ενώ στην οροφή δεσπόζει ένας υποβλητικός πολυέλαιος και στον τοίχο ένας μπαρόκ χρυσός καθρέφτης, Μια σκάλα με ξύλινο διάκοσμο στην κουπαστή, η οποία ξύστηκε από το παλιό συνθετικό λούστρο και ξαναπεράστηκε με φυσικό αυτή τη φορά, σε βγάζει στην Κεντρικά Σκηνή που εκτείνεται στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο.
Η κεντρική αίθουσα αποτελούνταν από την κυκλική πλατεία και τους δύο αμφιθεατρικούς εξώστες και χωρούσε περίπου 1.000 θεατές. Είχε μόνο 4 θεωρεία, ένα εκ των οποίων ήταν το βασιλικό, το οποίο είχε ανεξάρτητη είσοδο και φουαγιέ και βρισκόταν κυριολεκτικά πάνω στη σκηνή, με αποτέλεσμα η βασιλική οικογένεια να συνιστά μέρος του θεάματος. Η διατηρητέα εντυπωσιακή μπούκα της σκηνής με το γλυπτό φυτικό διάκοσμο αποκαλύφθηκε κάτω από ένα παχύ στρώμα γύψου με τον οποίο ήταν καλυμμένη και το ίδιο συνέβη και με τους περίφημους ερωτιδείς (μυθολογικά αγγελάκια του θεού Έρωτα) που ήταν ζωγραφισμένοι στην οροφή σε μουσαμά. Προφανώς, καθότι ψηλοτάβανο, δεν τους ήταν εύκολο -και μάλλον και ιδιαιτέρως σημαντικό- να συντηρήσουν αυτή τη φοβερή τεχνοτροπία και το περνούσαν ανά τις δεκαετία; με άλλες δικές τους επιζωγραφίσεις και μπογιές.
BALLROOM ΚΑΙ
ΟΙ ΚΡΥΣΤΑΛΛIΝΟI ΠΟΛΥΕΛΑIΟI
Η σπουδαιότερη όμως αποκάλυψη είναι αυτή του φουαγιέ του Τσίλερ του πρώτου ορόφου, το οποίο υπήρξε ένα τιτάνιο έργο, καθώς οι διάδρομοί του ήταν γεμάτοι από άκρη σε άκρη με εκπληκτικές τοιχογραφίες με γεωμετρικά μοτίβα αλλά και φυτικούς διακόσμους, χαρακτηριστικά της τεχνικής Τσίλερ (πλοχμοί, ρόδακες, μίσχοι, βότρυες κ.λπ.) και ήταν όλα θαμμένα κάτω από μια γκρι λαδομπογιά. Ο κ. Πουλόπουλος σημειώνει ότι «η όλη διαδικασία απαιτούσε χειρουργική ακρίβεια, ώστε να μην αλλοιωθεί η ποιότητα του έργου. Τα νέα χρώματα αποδίδονται σε χαμηλότερο χρωματικό τόνο έτσι ώστε να διακρίνεται η επέμβαση από τον αυθεντικό διάκοσμο, αλλά να μη διασπά και το σύνολο της αισθητικής του έργου».
Ιδιαίτερου κάλλους είναι και η σημερινή αίθουσα εκδηλώσεων του πρώτου ορόφου. Πρόκειται για μια τεράστια αίθουσα που άλλοτε ήταν το βασιλικό baIlroom και είναι ιδιαιτέρως επιβλητική, με τρεις ογκώδεις πολυελαίους να κρέμονται στη σειρά και έναν πολυτελή ρουστίκ καθρέφτη να δεσπόζει πάνω από το μαρμάρινο τζάκι. Το δάπεδό της είναι ξύλινο και καινούριο καθώς τα παλιά δεν άντεξαν στη χρόνια υγρασία.
Οι συντηρητές δούλεψαν πολλές φορές σαν αρχαιολόγοι, αφού μέσα στα αρχεία του Εθνικού βρήκαν, χωρίς να έχουν την παραμικρή ένδειξη ή αναφορά, τις αυθεντικές ακουαρέλες του Τσίλερ με όλες τις τοιχογραφίες και τις οροφογραφίες που διέτρεχαν την αίθουσα και τώρα είναι ασβεστωμένες. Ανέσυραν τα κλασικά σχέδια με τους ερωτιδείς και τα γεωμετρικά μοτίβα και τα παρέδωσαν σχεδόν αυτούσια, δίνοντας στην αίθουσα την αίγλη που είχε πρώτα. «'Ήταν η τελευταία ευκαιρία του Εθνικού Θεάτρου να γίνει έτσι όπως ακριβώς ήταν επί Τσίλερ. Τώρα όλα θάφτηκαν για πάντα στο χρόνο», θα πει με παράπονο ο υπεύθυνος συντηρητής.
ΤΟ ΚΛΑΣΙΚΟ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ
Μπαίνοντας στην κεντρική αίθουσα, αντικρίσαμε δύο τεράστιες δεξαμενές νερού πάνω στη σκηνή και δύο τεχνικούς σκαρφαλωμένους να τις γεμίζουν με νερό. «Πρέπει να δούμε πόσο βάρος αντέχει να σηκώσει η σκηνή», μας λένε.
Μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες αλλά και απαιτήσεις της αποκατάστασης του Εθνικού ήταν να επιτευχθεί και ο μέγιστος εκσυγχρονισμός της τεχνικής υποδομής και των συστημάτων (ασφάλειας, φωτισμού, ακουστικής, ειδικών εφέ κ.λπ.). Ύστερα από εντατικές μελέτες και κοπιώδεις εργασίες, σήμερα η Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου μπορεί να περηφανεύεται ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες της Ευρώπης. Και αυτό έχει επιτευχθεί σε ένα κτίριο 100 χρόνων και με τον περιορισμό μιας στενής σχετικά και διατηρητέας μπούκας.
Η παλιά κατασκευή καθαιρέθηκε και στη θέση της ανυψώθηκε ένας μεταλλικός πύργος 24 μ. με τρεις γαλαρίες κυκλοφορίας στα πλάγια και με 17 μ. πλάτος και 21,40 βάθος, 4 αναβατόρια, περιστροφική σκηνή και αυξομείωση του δαπέδου, φωτιστικές γέφυρες αλλά και μια πλευρική σκηνή, που γειτνιάζει με την εξωτερική πόρτα και δημιουργείται μια πλατφόρμα-αναβατόριο, η οποία εξυπηρετεί και τη Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», μας λένε τα στοιχεία της μελέτης που έκανε το αρχιτεκτονικό γραφείο Studio 75 (διεύθυνση κ. Στέφανος Πάντος Κίκος).
ΤΣΙΛΕΡ, ΕΝΑΣ ΓΝΗΣΙΟΣ ΑθΗΝΑIΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Ο ερωτευμένος με την αρχαία αρχιτεκτονική και πολιτογραφημένος 'Έλληνας, Ερνστ Τσίλερ, με 900 ελληνικά κτίρια στο ενεργητικό του, ονειρεύτηκε ένα θέατρο εφάμιλλο των βασιλικών θεάτρων της Γερμανίας και της Βιέννης, που να αναδεικνύει όλη τη μεγαλοπρέπεια της κλασικιστικής περιόδου. Το μικρό και μειονεκτικό οικόπεδο της Αγίου Κωνσταντίνου δεν του επέτρεψε, όμως, να συνθέσει ένα θέατρο ανάλογο των προσδοκιών του.
Παρ' όλ' αυτά, το σημερινό πάντρεμα Κεντρικής και Νέας Σκηνής, που εκτείνεται επιβλητικά σε όλο το τετράγωνο μιας υποβαθμισμένης περιοχής, μοιάζει να δικαιώνει τον Σάξονα αρχιτέκτονα και να δίνει στο ιστορικό κτίριο το ρόλο που η ίδια η ιστορία τού στέρησε: να μπορεί να διηγηθεί την ιστορία της πόλης του.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΜΑΡΤΙΝΟΥ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΔΟΜΕΝΙΚΟΣ
ΤΟ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΜΕΝΟ ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΝΟΙΓΕΙ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΙΣ ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ
Το όλο εγχείρημα υπήρξε ένας μεγάλος αγώνας και ίσως ένα προσωπικό στοίχημα για τον τότε διευθυντή του Θεάτρου Νίκο Κούρκουλο, του οποίου το όνομα υπάρχει σε κάθε γραφειοκρατικό υπογεγραμμένο έγγραφο και παραέγγραφο, όπως μας ενημερώνουν οι άνθρωποι που ανέλαβαν την αρχιτεκτονική μελέτη του διατηρητέου κτιρίου. Το Θέατρο, που εγκαινιάστηκε το 1901 ως «Βασιλικό» και έγινε αμέσως ο ομφαλός της πρωτεύουσας και η αρχιτεκτονική της ταυτότητα, έζησε μια πολυτάραχη ζωή, ακολουθώντας κατά πόδας τη μοίρα της πόλης. Οι διακοσμητικές μόδες το παραμόρφωσαν βάναυσα, οι σεισμοί το αποσταθεροποίησαν και οι ανάγκες της ιστορίας τού άλλαξαν συχνά χρήση, με αποτέλεσμα το βιογραφικό του να μοιάζει σήμερα με ένα πυκνό ιστορικό της πόλης των Αθηνών.
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΕΝΟΣ ΚΤΙΡΙΟΥ
Η ουρμαγιά για να ξεκινήσει το έργο ήταν οι 10.000 λίρες που δόθηκαν ως δωρεά στον βασιλιά Γεώργιο Α' το 1891. Βασιλεύς και αυλικοί έψαχναν μήνες για να βρουν το σωστό οικόπεδο, ενώ η αρχική επιλογή ήταν κοντά στην Κλαυθμώνος. Τελικά, επελέγη το οικόπεδο του αυλικού Νικολάου Θων επί της Αγ. Κωνσταντίνου και το έργο ανατέθηκε στον Γερμανό αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλερ. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 (ή αλλιώς του Σπύρου Λούη), όμως, θα καθυστερήσουν τις διαδικασίες αποπεράτωσης και το κτίριο θα εγκαινιαστεί το 1901 ως επίσημο Βασιλικό Θέατρο.
Έκτοτε ξεκινάει μια ταραχώδης πορεία. Λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή του, το 1908, θα διακόψει τη λειτουργία του και θα δοθεί σε κοινή χρήση ως το 1930, καθώς για αρκετό καιρό θα γίνει Χώρος υποδοχής προσφύγων από τη Μ. Ασία. Το 1932, με νόμο του τότε υπουργού Παιδείας Γ. Παπανδρέου, μετονομάζεται σε Εθνικό Θέατρο και ανακαινίζεται υπό την επίβλεψη του σκηνογράφου Κλεόβουλου Κλώνη και με γενικό διευθυντή τον Ιωάννη Γρυπάρη (σκηνοθέτης τότε ο Φώτος Πολίτης και κοστούμια ο Αντώνης Φωκάς). Δυστυχώς, η βενιζελική επιτροπή θα αποξηλώσει τα θεωρεία του πρώτου ορόφου, πράγμα που θα αλλοιώσει την αρχική σύνθεση και την ακουστική του χώρου της Κεντρικής Σκηνής.
Το 1960, το ξενοδοχείο «Μεσσήνη» κατεδαφίζεται και το Θέατρο επεκτείνεται προς την οδό Μενάνδρου με τη Νέα Σκηνή. 'Έτσι το όραμα του Τσίλερ για επέκταση των εγκαταστάσεων του Θεάτρου γίνεται πραγματικότητα, αν και με μισό αιώνα καθυστέρηση. Το 1979 θα ξεκινήσει να χτίζεται το τριώροφο υπόγειο της Σατωβριάνδου, το οποίο παρέμενε ημιτελές μέχρι και στις μέρες μας. Δύο χρόνια αργότερα, το 1981, το Εθνικό θα γνωρίσει μεγάλες απώλειες.
Ο Δημήτρης Ροντήρης, ο σκηνοθέτης που το όνομά του ταυτίστηκε με το Εθνικό Θέατρο, πεθαίνει και ένας ισχυρός σεισμός 6,8 ρίχτερ θα δημιουργήσει σημαντικές ζημιές, οι οποίες θα αποκατασταθούν τοπικά, χωρίς καμία ολοκληρωμένη όμως στατική αντιμετώπιση. Ο επόμενος σεισμός του 1999 θα είναι και η χαριστική βολή του κτιρίου, αφού θα προκαλέσει τόσο μεγάλες φθορές και ρωγματώσεις, ώστε να κριθεί ακατάλληλο.
Από τότε τελεί υπό ανακαίνιση με έργα τα οποία περιλάμβαναν την ανάπλαση ολόκληρου του οικοδομικού τετραγώνου Αγ. Κωνσταντίνου - Μενάνδρου - Σατωβριάνδου - Κουμουνδούρου και με έτος παράδοσης το 2007. Μετά και τις κλασικές νεοελληνικές καθυστερήσεις, το Εθνικό Θέατρο, τόσο καινούριο όσο και παλιό, κάνει το πανηγυρικό του άνοιγμα στο κοινό δύο χρόνια αργότερα, δηλαδή σε λίγες μέρες από σήμερα.
ΚΟΜΨΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΒΕΣΤΗ
Αρχιτέκτονες, κατασκευαστές, πολιτικοί μηχανικοί, συντηρητές και δεκάδες συνεργεία έχουν κοπιάσει από τότε για να φέρουν στο φως το θαμμένο θησαυρό του Τσίλερ. Για να τον ανακαλύψουν, χρειάστηκε πολλές φορές να ξεθάψουν αριστουργηματικές τοιχογραφίες και οροφογραφίες που διατρέχουν όλο το κτίριο κάτω από παχιά στρώματα ασβέστη και λαδομπογιάς. Η κακή έως ανύπαρκτη συντήρηση του Θεάτρου, οι σεισμικές δονήσεις, η αδιαφορία και η άγνοια των εκάστοτε ιθυνόντων και η γήρανση υλικών 100 χρόνων κάλυψαν όλη την τσιλερική καλλιτεχνία.
«Αναστήσαμε ένα νεκρό κτίριο που κανείς δεν ήξερε τι είχε μέσα», μας λέει ο συντηρητής του κτιρίου Γιώργος Παυλόπουλος. «Αποκαλύψαμε 1.500 τ.μ. αυθεντικού ζωγραφικού διακόσμου κάτω από ένα στρώμα 8 χιλιοστών, που χρονολογικά αποτελούνταν από σέπικο, ασβεστόχρισμα και πλαστικό. Ήταν μόδα τότε τις δεκαετίες του '30, του' 40 και του '50 ο γύψος και το άσπρο, ώστε να δίνεται η όψη του νεοκλασικού». Βασική γραμμή στη διαδικασία αναπαλαίωσης του έργου ήταν η συντήρηση και η αποκατάσταση του ζωγραφικού και γλυπτικού διακόσμου με βάση την αισθητική ενότητα, αλλά και με σεβασμό στην ιστορική και καλλιτεχνική αξία του έργου. Οι εργασίες αποκάλυψαν τοιχογραφίες και οροφογραφίες με ζωγραφική υψηλής τεχνικής, με μοτίβα χαρακτηριστικά της αισθητικής Τσίλερ από τον όψιμο κλασικισμό, με παραστάσεις δανεισμένες από τη φύση και θεματολογία της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
ΟΙ ΕΡΩΤΙΔΕΙΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Μπαίνοντας από την είσοδο της Κουμουνδούρου στο υπόγειο που οδηγεί στα πρώην βασιλικά θεωρεία και τωρινά γραφεία, διασχίζεις ένα υπέροχο μωσαϊκό με ζωγραφικές παραστάσεις γεωμετρικών σχημάτων, ενώ στην οροφή δεσπόζει ένας υποβλητικός πολυέλαιος και στον τοίχο ένας μπαρόκ χρυσός καθρέφτης, Μια σκάλα με ξύλινο διάκοσμο στην κουπαστή, η οποία ξύστηκε από το παλιό συνθετικό λούστρο και ξαναπεράστηκε με φυσικό αυτή τη φορά, σε βγάζει στην Κεντρικά Σκηνή που εκτείνεται στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο.
Η κεντρική αίθουσα αποτελούνταν από την κυκλική πλατεία και τους δύο αμφιθεατρικούς εξώστες και χωρούσε περίπου 1.000 θεατές. Είχε μόνο 4 θεωρεία, ένα εκ των οποίων ήταν το βασιλικό, το οποίο είχε ανεξάρτητη είσοδο και φουαγιέ και βρισκόταν κυριολεκτικά πάνω στη σκηνή, με αποτέλεσμα η βασιλική οικογένεια να συνιστά μέρος του θεάματος. Η διατηρητέα εντυπωσιακή μπούκα της σκηνής με το γλυπτό φυτικό διάκοσμο αποκαλύφθηκε κάτω από ένα παχύ στρώμα γύψου με τον οποίο ήταν καλυμμένη και το ίδιο συνέβη και με τους περίφημους ερωτιδείς (μυθολογικά αγγελάκια του θεού Έρωτα) που ήταν ζωγραφισμένοι στην οροφή σε μουσαμά. Προφανώς, καθότι ψηλοτάβανο, δεν τους ήταν εύκολο -και μάλλον και ιδιαιτέρως σημαντικό- να συντηρήσουν αυτή τη φοβερή τεχνοτροπία και το περνούσαν ανά τις δεκαετία; με άλλες δικές τους επιζωγραφίσεις και μπογιές.
BALLROOM ΚΑΙ
ΟΙ ΚΡΥΣΤΑΛΛIΝΟI ΠΟΛΥΕΛΑIΟI
Η σπουδαιότερη όμως αποκάλυψη είναι αυτή του φουαγιέ του Τσίλερ του πρώτου ορόφου, το οποίο υπήρξε ένα τιτάνιο έργο, καθώς οι διάδρομοί του ήταν γεμάτοι από άκρη σε άκρη με εκπληκτικές τοιχογραφίες με γεωμετρικά μοτίβα αλλά και φυτικούς διακόσμους, χαρακτηριστικά της τεχνικής Τσίλερ (πλοχμοί, ρόδακες, μίσχοι, βότρυες κ.λπ.) και ήταν όλα θαμμένα κάτω από μια γκρι λαδομπογιά. Ο κ. Πουλόπουλος σημειώνει ότι «η όλη διαδικασία απαιτούσε χειρουργική ακρίβεια, ώστε να μην αλλοιωθεί η ποιότητα του έργου. Τα νέα χρώματα αποδίδονται σε χαμηλότερο χρωματικό τόνο έτσι ώστε να διακρίνεται η επέμβαση από τον αυθεντικό διάκοσμο, αλλά να μη διασπά και το σύνολο της αισθητικής του έργου».
Ιδιαίτερου κάλλους είναι και η σημερινή αίθουσα εκδηλώσεων του πρώτου ορόφου. Πρόκειται για μια τεράστια αίθουσα που άλλοτε ήταν το βασιλικό baIlroom και είναι ιδιαιτέρως επιβλητική, με τρεις ογκώδεις πολυελαίους να κρέμονται στη σειρά και έναν πολυτελή ρουστίκ καθρέφτη να δεσπόζει πάνω από το μαρμάρινο τζάκι. Το δάπεδό της είναι ξύλινο και καινούριο καθώς τα παλιά δεν άντεξαν στη χρόνια υγρασία.
Οι συντηρητές δούλεψαν πολλές φορές σαν αρχαιολόγοι, αφού μέσα στα αρχεία του Εθνικού βρήκαν, χωρίς να έχουν την παραμικρή ένδειξη ή αναφορά, τις αυθεντικές ακουαρέλες του Τσίλερ με όλες τις τοιχογραφίες και τις οροφογραφίες που διέτρεχαν την αίθουσα και τώρα είναι ασβεστωμένες. Ανέσυραν τα κλασικά σχέδια με τους ερωτιδείς και τα γεωμετρικά μοτίβα και τα παρέδωσαν σχεδόν αυτούσια, δίνοντας στην αίθουσα την αίγλη που είχε πρώτα. «'Ήταν η τελευταία ευκαιρία του Εθνικού Θεάτρου να γίνει έτσι όπως ακριβώς ήταν επί Τσίλερ. Τώρα όλα θάφτηκαν για πάντα στο χρόνο», θα πει με παράπονο ο υπεύθυνος συντηρητής.
ΤΟ ΚΛΑΣΙΚΟ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ
Μπαίνοντας στην κεντρική αίθουσα, αντικρίσαμε δύο τεράστιες δεξαμενές νερού πάνω στη σκηνή και δύο τεχνικούς σκαρφαλωμένους να τις γεμίζουν με νερό. «Πρέπει να δούμε πόσο βάρος αντέχει να σηκώσει η σκηνή», μας λένε.
Μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες αλλά και απαιτήσεις της αποκατάστασης του Εθνικού ήταν να επιτευχθεί και ο μέγιστος εκσυγχρονισμός της τεχνικής υποδομής και των συστημάτων (ασφάλειας, φωτισμού, ακουστικής, ειδικών εφέ κ.λπ.). Ύστερα από εντατικές μελέτες και κοπιώδεις εργασίες, σήμερα η Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου μπορεί να περηφανεύεται ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες της Ευρώπης. Και αυτό έχει επιτευχθεί σε ένα κτίριο 100 χρόνων και με τον περιορισμό μιας στενής σχετικά και διατηρητέας μπούκας.
Η παλιά κατασκευή καθαιρέθηκε και στη θέση της ανυψώθηκε ένας μεταλλικός πύργος 24 μ. με τρεις γαλαρίες κυκλοφορίας στα πλάγια και με 17 μ. πλάτος και 21,40 βάθος, 4 αναβατόρια, περιστροφική σκηνή και αυξομείωση του δαπέδου, φωτιστικές γέφυρες αλλά και μια πλευρική σκηνή, που γειτνιάζει με την εξωτερική πόρτα και δημιουργείται μια πλατφόρμα-αναβατόριο, η οποία εξυπηρετεί και τη Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», μας λένε τα στοιχεία της μελέτης που έκανε το αρχιτεκτονικό γραφείο Studio 75 (διεύθυνση κ. Στέφανος Πάντος Κίκος).
ΤΣΙΛΕΡ, ΕΝΑΣ ΓΝΗΣΙΟΣ ΑθΗΝΑIΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Ο ερωτευμένος με την αρχαία αρχιτεκτονική και πολιτογραφημένος 'Έλληνας, Ερνστ Τσίλερ, με 900 ελληνικά κτίρια στο ενεργητικό του, ονειρεύτηκε ένα θέατρο εφάμιλλο των βασιλικών θεάτρων της Γερμανίας και της Βιέννης, που να αναδεικνύει όλη τη μεγαλοπρέπεια της κλασικιστικής περιόδου. Το μικρό και μειονεκτικό οικόπεδο της Αγίου Κωνσταντίνου δεν του επέτρεψε, όμως, να συνθέσει ένα θέατρο ανάλογο των προσδοκιών του.
Παρ' όλ' αυτά, το σημερινό πάντρεμα Κεντρικής και Νέας Σκηνής, που εκτείνεται επιβλητικά σε όλο το τετράγωνο μιας υποβαθμισμένης περιοχής, μοιάζει να δικαιώνει τον Σάξονα αρχιτέκτονα και να δίνει στο ιστορικό κτίριο το ρόλο που η ίδια η ιστορία τού στέρησε: να μπορεί να διηγηθεί την ιστορία της πόλης του.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΜΑΡΤΙΝΟΥ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΔΟΜΕΝΙΚΟΣ