
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, ΑΓΗΣΙΛΑΟΥ & ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ"Μελέτη συντήρησης και αποκατάστασης του ζωγραφικού διακόσμου και ξύλινων αρχιτεκτονικών στοιχείων"
Ιστορικά στοιχεία - αρχιτεκτονική κτηρίου
Το νεοκλασικό κτίριο βρίσκεται στη βόρειο-δυτική γωνία των οδών Αγησιλάου και Δεληγιώργη στη συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου.
Κτίστηκε το 1875 με σχέδια του γνωστού αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκου, ο οποίος την ίδια περίοδο έκτισε και άλλα σπουδαία κτίρια μεταξύ των οποίων το δημαρχείο της οδού Αθηνάς και το Βρεφοκομείο της οδού Πειραιώς.
Ήταν ιδιοκτησία του Ιωάννη Κουτσογιάννη, ο οποίος υπήρξε δημοτικός σύμβουλος επί δημαρχίας Λάμπρου Καλλιφρονά. (1895-1899).
Πρόκειται για τριώροφο με ημιυπόγειο και μικρό δώμα. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα τριπλοκατοικίας των αρχών του 20ου αιώνα, με ενδιαφέρουσα νεοκλασική μορφολογία, από τις ελάχιστες που διασώζονται σήμερα στην Αθήνα.
Κάθε μία από τις δύο κύριες όψεις του κτιρίου έχει κατακόρυφο άξονα συμμετρίας.
Η όψη προς την οδό Αγησιλάου διαμορφώνεται με τρία ανοίγματα ανά όροφο. Στον τρίτο όροφο τοποθετείται κεντρικά μαρμάρινο μπαλκόνι με μαρμάρινα φουρούσια και σιδεριά.
Η όψη προς την οδό Δεληγιώργη εμφανίζεται περισσότερο προσεγμένη. Δημιουργείται κεντρικό, ελάχιστα προεξέχον τμήμα, όπου τοποθετούνται οι δύο είσοδοι στο κτίριο, το οποίο καταλήγει σε αέτωμα στην στέγη. Η διαφοροποίηση του κεντρικού τμήματος από το επίπεδο της όψης γίνεται με απομίμηση baigniatto στον 2ο όροφο και ψευδοπεσσούς με κιονόκρανα στον 3ο όροφο. Οι ίδιοι ψευδοπεσσοί επαναλαμβάνονται και ανάμεσα στα τρία κεντρικά ανοίγματα του 3ου ορόφου. Συνεχόμενο μαρμάρινο μπαλκόνι με σιδεριά, στηριγμένο σε τέσσερα μαρμάρινα φουρούσια καταλαμβάνει το κεντρικό αυτό τμήμα του 3ου ορόφου.
Αντίστοιχα στον 2ο όροφο δημιουργούνται δύο μικρά μπαλκόνια στηριγμένα σε μαρμάρινα φουρούσια, που τοποθετούνται εκατέρωθεν του κεντρικού τμήματος.
Τραβηχτές κορνίζες περιβάλλουν όλα τα ανοίγματα, ενώ οριζόντιες τραβηχτές κορνίζες χωρίζουν τους ορόφους.
Η στέψη του κτιρίου ολοκληρώνεται με το προεξέχον γείσο της κεραμοσκεπής που κοσμείται με τραβηχτή κορνίζα και σταγόνες. Διασώζονται και ελάχιστα από τα ακροκέραμα της στέγης.
Η είσοδος στο κτίριο γίνεται από την οδό Δεληγιώργη. Δύο κλιμακοστάσια εξασφαλίζουν την επικοινωνία των ορόφων. Το ένα οδηγεί σ’ όλους τους ορόφους και το δεύτερο εξυπηρετεί μόνο τον 1ο υπερυψωμένο ισόγειο και τον 2ο όροφο. Στην άκρη της όψης προς την οδό Δεληγιώργη υπάρχει μία ακόμη είσοδος που οδηγεί κατευθείαν στην αυλή- ακάλυπτο τμήμα του οικοπέδου.
Τέλος η κάτοψη των ορόφων είναι τυπική με κεντρικό διάδρομο κατά μήκος της οδού Δεληγιώργη και δωμάτια που αναπτύσσονται κατά μήκος του διαδρόμου.
Με την υπουργική απόφαση ΔΙΛΑΠ/Γ/735/13076/7-3-90 που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 230/τ.β /6-4-90, χαρακτηρίσθηκε ως έργο τέχνης και ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Το κτίριο ανήκει σήμερα στην Εργατική Εστία και οι χώροι του χρησιμοποιούνται ως γραφεία του οργανισμού.
Το νεοκλασικό κτίριο βρίσκεται στη βόρειο-δυτική γωνία των οδών Αγησιλάου και Δεληγιώργη στη συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου.
Κτίστηκε το 1875 με σχέδια του γνωστού αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκου, ο οποίος την ίδια περίοδο έκτισε και άλλα σπουδαία κτίρια μεταξύ των οποίων το δημαρχείο της οδού Αθηνάς και το Βρεφοκομείο της οδού Πειραιώς.
Ήταν ιδιοκτησία του Ιωάννη Κουτσογιάννη, ο οποίος υπήρξε δημοτικός σύμβουλος επί δημαρχίας Λάμπρου Καλλιφρονά. (1895-1899).
Πρόκειται για τριώροφο με ημιυπόγειο και μικρό δώμα. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα τριπλοκατοικίας των αρχών του 20ου αιώνα, με ενδιαφέρουσα νεοκλασική μορφολογία, από τις ελάχιστες που διασώζονται σήμερα στην Αθήνα.
Κάθε μία από τις δύο κύριες όψεις του κτιρίου έχει κατακόρυφο άξονα συμμετρίας.
Η όψη προς την οδό Αγησιλάου διαμορφώνεται με τρία ανοίγματα ανά όροφο. Στον τρίτο όροφο τοποθετείται κεντρικά μαρμάρινο μπαλκόνι με μαρμάρινα φουρούσια και σιδεριά.
Η όψη προς την οδό Δεληγιώργη εμφανίζεται περισσότερο προσεγμένη. Δημιουργείται κεντρικό, ελάχιστα προεξέχον τμήμα, όπου τοποθετούνται οι δύο είσοδοι στο κτίριο, το οποίο καταλήγει σε αέτωμα στην στέγη. Η διαφοροποίηση του κεντρικού τμήματος από το επίπεδο της όψης γίνεται με απομίμηση baigniatto στον 2ο όροφο και ψευδοπεσσούς με κιονόκρανα στον 3ο όροφο. Οι ίδιοι ψευδοπεσσοί επαναλαμβάνονται και ανάμεσα στα τρία κεντρικά ανοίγματα του 3ου ορόφου. Συνεχόμενο μαρμάρινο μπαλκόνι με σιδεριά, στηριγμένο σε τέσσερα μαρμάρινα φουρούσια καταλαμβάνει το κεντρικό αυτό τμήμα του 3ου ορόφου.
Αντίστοιχα στον 2ο όροφο δημιουργούνται δύο μικρά μπαλκόνια στηριγμένα σε μαρμάρινα φουρούσια, που τοποθετούνται εκατέρωθεν του κεντρικού τμήματος.
Τραβηχτές κορνίζες περιβάλλουν όλα τα ανοίγματα, ενώ οριζόντιες τραβηχτές κορνίζες χωρίζουν τους ορόφους.
Η στέψη του κτιρίου ολοκληρώνεται με το προεξέχον γείσο της κεραμοσκεπής που κοσμείται με τραβηχτή κορνίζα και σταγόνες. Διασώζονται και ελάχιστα από τα ακροκέραμα της στέγης.
Η είσοδος στο κτίριο γίνεται από την οδό Δεληγιώργη. Δύο κλιμακοστάσια εξασφαλίζουν την επικοινωνία των ορόφων. Το ένα οδηγεί σ’ όλους τους ορόφους και το δεύτερο εξυπηρετεί μόνο τον 1ο υπερυψωμένο ισόγειο και τον 2ο όροφο. Στην άκρη της όψης προς την οδό Δεληγιώργη υπάρχει μία ακόμη είσοδος που οδηγεί κατευθείαν στην αυλή- ακάλυπτο τμήμα του οικοπέδου.
Τέλος η κάτοψη των ορόφων είναι τυπική με κεντρικό διάδρομο κατά μήκος της οδού Δεληγιώργη και δωμάτια που αναπτύσσονται κατά μήκος του διαδρόμου.
Με την υπουργική απόφαση ΔΙΛΑΠ/Γ/735/13076/7-3-90 που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 230/τ.β /6-4-90, χαρακτηρίσθηκε ως έργο τέχνης και ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Το κτίριο ανήκει σήμερα στην Εργατική Εστία και οι χώροι του χρησιμοποιούνται ως γραφεία του οργανισμού.