
ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟ ΚΤΙΡΙΟ ΚΟΛΟΚΥΝΘΟΥΣ 45, ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ"Μελέτη συντήρησης και αποκατάστασης του ζωγραφικού διακόσμου"
Ιστορικά στοιχεία - αρχιτεκτονική κτηρίου
Στο κτίριο της οδού Κολοκυνθούς 45, αναφέρεται ο Μάνος Γ. Μπίρης στο βιβλίο του με τίτλο «Μισός αιώνας Αθηναϊκής Αρχιτεκτονικής 1875-1925» το οποίο το εντάσσει στην όψιμη περίοδο του νεοκλασικισμού της εποχής του 1900, με χαρακτηριστικό του την έντονη αισθητική μεταλλαγή στην όψης του. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Το τυπικό στενομέτωπο οικόπεδο της οδού Κολοκυνθούς (χαρακτηριστικό της περιοχής), καταργεί την δυνατότητα της διπλής – από το δρόμο – πρόσβασης. Εδώ πραγματοποιείται η λύση της μοναδικής πλάγιας εξώθυρας, που υπήρξε μια αρκετά συνηθισμένη συνθετική εφαρμογή στις ιδιότυπες οικιστικές συνθήκες των παλαιότερων αθηναϊκών συνοικιών.
Κατά τα άλλα η συγκρότηση των χώρων στην κάτοψη, μας είναι ήδη γνώριμη: Ο πλάγιος διάδρομος, οδηγεί προς την αυλή. Από εκεί δύο ανεξάρτητες είσοδοι επικοινωνούν, η μεν πρώτη άμεσα με το εσωτερικό του διαμερίσματος του υπερυψωμένου ισογείου – η δε δεύτερη, με το κλιμακοστάσιο που εξυπηρετεί τον β΄ όροφο. Όσον αφορά την οργάνωση του εσωτερικού των διαμερισμάτων, παρατηρούμε στην περίπτωση αυτή την πλήρη κατάργηση του χαγιατιού – γεγονός βεβαίως που δεν το θεωρούμε νεωτερισμό, αφού είχε ήδη πραγματοποιηθεί ήδη σε πολύ πρωϊμότερη περίοδο. Εξ’ άλλου και στο παράδειγμα αυτό, διακρίνουμε τους στερεότυπους λειτουργικούς ‘‘συμβιβασμούς’’, που χαρακτηρίζουν αυτή τη σημαντική οικοδομική φάση του οικισμού της πρωτεύουσας: Τον στενό εσωτερικό διάδρομο που λειτουργεί σαν κοινός προθάλαμος όλων των δωματίων, την παρεμβολή φωταγωγού προς την πλευρά του μεσότοιχου, τη μείωση του ωφέλιμου αναπτύγματος – προς την πρόσοψη – των χώρων του ισογείου.
Ανάλογα εξ άλλου διαρθρώνεται και η αρχιτεκτονική της πρόσοψης. Είναι πράγματι σαφές, ότι η έκκεντρη θέση της εισόδου, δημιουργεί κάποιο πρόβλημα στη συμμετρία των υπόλοιπων στοιχείων της όψης. Η ανάγκη ως εκ τούτου να τονισθεί ο κεντρικός άξονας, είναι σημαντική. Όμως δεν γίνεται με τον συνήθη τρόπο, δηλαδή της προεξοχής ενός ενιαίου κεντρικού σώματος με – ή έστω χωρίς – αετωματική στέψη. Η όψιμη φάση την οποία αντιπροσωπεύει το παράδειγμά μας, μεταχειρίζεται τον ρυθμό διαφορετικά: Με σαφέστερη σκηνογραφική διάθεση, ενοποιούνται τα ανοίγματα του ορόφου σε μία σύνθεση, που αποτελείται από διπλές πλάγιες παραστάδες και μία κεντρική, οι οποίες βαστάζουν θριγκό και αέτωμα.
Μέσα στα πλαίσια της απαράβατης αρχής, να μην διαταράσσεται – προς χάριν των λειτουργικών απαιτήσεων – η ενότητα και η συμμετρική απόδοση του ρυθμού, εντάσσεται και η χρήση ‘‘τυφλών’’ παράθυρων στην πρόσοψη. Εδώ είναι το αριστερό, από τα δύο μεσαία του ορόφου, το οποίο μάλιστα καλύπτεται και με σκούρα γαλλικού τύπου.
Αυτά τα μορφογολικά φαινόμενα δείχνουν, ότι κατά τη λήξη του 19ου αιώνα, οι εκτροπές από τον συντηρητικό κλασικισμό της μέσης περιόδου (τέλη της οθωνικής εποχής έως το 1880 περίπου) πληθύνονται, χωρίς όμως να αναιρούνται οι θεμελιακοί κανόνες του ρυθμού. Για το λόγο αυτό, δεν μπορούμε ακόμη να μιλήσουμε για μεταβατικά στυλ, αλλά κυρίως για κλονισμό των ‘‘αρχαϊκών’’ προτύπων.
Το ενδιαφέρον πάντως για μορφολογική ποικιλία υπάρχει και εμφανίζεται στην περίπτωση αυτή, με έναν απροσδόκητο πραγματικά τρόπο: ο επισκεπτόμενος το εσωτερικό του σπιτιού, αντικρίζει με έκπληξη, ότι η ζωγραφική και πλαστική διακόσμηση των δωματίων, έχει γίνει στο πνεύμα του μπαρόκ, με εμφανή όμως ‘‘λαϊκότροπη’’ απόδοση».
Το κτίριο επί της οδού Κολοκυνθούς αρ. 45 στο Μεταξουργείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1469/50 και 2039/92, χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία, με την υπουργική απόφαση ΔΙΛΑΠ/Γ/3453/1910/10.1.02 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 82/Β/31.1.2002.
Στο κτίριο της οδού Κολοκυνθούς 45, αναφέρεται ο Μάνος Γ. Μπίρης στο βιβλίο του με τίτλο «Μισός αιώνας Αθηναϊκής Αρχιτεκτονικής 1875-1925» το οποίο το εντάσσει στην όψιμη περίοδο του νεοκλασικισμού της εποχής του 1900, με χαρακτηριστικό του την έντονη αισθητική μεταλλαγή στην όψης του. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Το τυπικό στενομέτωπο οικόπεδο της οδού Κολοκυνθούς (χαρακτηριστικό της περιοχής), καταργεί την δυνατότητα της διπλής – από το δρόμο – πρόσβασης. Εδώ πραγματοποιείται η λύση της μοναδικής πλάγιας εξώθυρας, που υπήρξε μια αρκετά συνηθισμένη συνθετική εφαρμογή στις ιδιότυπες οικιστικές συνθήκες των παλαιότερων αθηναϊκών συνοικιών.
Κατά τα άλλα η συγκρότηση των χώρων στην κάτοψη, μας είναι ήδη γνώριμη: Ο πλάγιος διάδρομος, οδηγεί προς την αυλή. Από εκεί δύο ανεξάρτητες είσοδοι επικοινωνούν, η μεν πρώτη άμεσα με το εσωτερικό του διαμερίσματος του υπερυψωμένου ισογείου – η δε δεύτερη, με το κλιμακοστάσιο που εξυπηρετεί τον β΄ όροφο. Όσον αφορά την οργάνωση του εσωτερικού των διαμερισμάτων, παρατηρούμε στην περίπτωση αυτή την πλήρη κατάργηση του χαγιατιού – γεγονός βεβαίως που δεν το θεωρούμε νεωτερισμό, αφού είχε ήδη πραγματοποιηθεί ήδη σε πολύ πρωϊμότερη περίοδο. Εξ’ άλλου και στο παράδειγμα αυτό, διακρίνουμε τους στερεότυπους λειτουργικούς ‘‘συμβιβασμούς’’, που χαρακτηρίζουν αυτή τη σημαντική οικοδομική φάση του οικισμού της πρωτεύουσας: Τον στενό εσωτερικό διάδρομο που λειτουργεί σαν κοινός προθάλαμος όλων των δωματίων, την παρεμβολή φωταγωγού προς την πλευρά του μεσότοιχου, τη μείωση του ωφέλιμου αναπτύγματος – προς την πρόσοψη – των χώρων του ισογείου.
Ανάλογα εξ άλλου διαρθρώνεται και η αρχιτεκτονική της πρόσοψης. Είναι πράγματι σαφές, ότι η έκκεντρη θέση της εισόδου, δημιουργεί κάποιο πρόβλημα στη συμμετρία των υπόλοιπων στοιχείων της όψης. Η ανάγκη ως εκ τούτου να τονισθεί ο κεντρικός άξονας, είναι σημαντική. Όμως δεν γίνεται με τον συνήθη τρόπο, δηλαδή της προεξοχής ενός ενιαίου κεντρικού σώματος με – ή έστω χωρίς – αετωματική στέψη. Η όψιμη φάση την οποία αντιπροσωπεύει το παράδειγμά μας, μεταχειρίζεται τον ρυθμό διαφορετικά: Με σαφέστερη σκηνογραφική διάθεση, ενοποιούνται τα ανοίγματα του ορόφου σε μία σύνθεση, που αποτελείται από διπλές πλάγιες παραστάδες και μία κεντρική, οι οποίες βαστάζουν θριγκό και αέτωμα.
Μέσα στα πλαίσια της απαράβατης αρχής, να μην διαταράσσεται – προς χάριν των λειτουργικών απαιτήσεων – η ενότητα και η συμμετρική απόδοση του ρυθμού, εντάσσεται και η χρήση ‘‘τυφλών’’ παράθυρων στην πρόσοψη. Εδώ είναι το αριστερό, από τα δύο μεσαία του ορόφου, το οποίο μάλιστα καλύπτεται και με σκούρα γαλλικού τύπου.
Αυτά τα μορφογολικά φαινόμενα δείχνουν, ότι κατά τη λήξη του 19ου αιώνα, οι εκτροπές από τον συντηρητικό κλασικισμό της μέσης περιόδου (τέλη της οθωνικής εποχής έως το 1880 περίπου) πληθύνονται, χωρίς όμως να αναιρούνται οι θεμελιακοί κανόνες του ρυθμού. Για το λόγο αυτό, δεν μπορούμε ακόμη να μιλήσουμε για μεταβατικά στυλ, αλλά κυρίως για κλονισμό των ‘‘αρχαϊκών’’ προτύπων.
Το ενδιαφέρον πάντως για μορφολογική ποικιλία υπάρχει και εμφανίζεται στην περίπτωση αυτή, με έναν απροσδόκητο πραγματικά τρόπο: ο επισκεπτόμενος το εσωτερικό του σπιτιού, αντικρίζει με έκπληξη, ότι η ζωγραφική και πλαστική διακόσμηση των δωματίων, έχει γίνει στο πνεύμα του μπαρόκ, με εμφανή όμως ‘‘λαϊκότροπη’’ απόδοση».
Το κτίριο επί της οδού Κολοκυνθούς αρ. 45 στο Μεταξουργείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1469/50 και 2039/92, χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία, με την υπουργική απόφαση ΔΙΛΑΠ/Γ/3453/1910/10.1.02 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 82/Β/31.1.2002.