
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ"Μελέτη εφαρμογής συντήρησης διακόσμου του Εθνικού Θεάτρου"
Το Εθνικό Θέατρο αποτελεί το τελευταίο θέατρο του Ziller. Έργο μνημειώδες με έντονα τα κλασσικά και τα αναγεννησιακά στοιχεία.
Η χαρακτηριστική έμφαση του προεξέχοντος κεντρικού τμήματος, είναι μια λύση που πιθανότατα έρχεται απευθείας από την αρχαιότητα. Το κτίριο συνολικά προβάλλει όλη τη μιμητική και συνθετική δεξιοτεχνία του Ziller, αντλώντας το λεξιλόγιό του από την ελληνορωμαϊκή παράδοση, την αναγέννηση και το μπαρόκ. Διαθέτει όλα τα μορφολογικά στοιχεία ενός ιστορικού εκλεκτικισμού.
Τα επίπλαστα μορφολογικά στοιχεία λιθοδομή, ψευδοκαρυάτιδες κ.α. δηλώνουν την πρόθεση του αρχιτέκτονα να ικανοποιήσει τα «φτωχοαλαζονικά» γούστα της άρχους αθηναϊκής τάξης.
Εσωτερικά το κτίριο θα υποστεί τέτοιες αλλοιώσεις, ώστε σήμερα να είναι δύσκολο να αποτιμηθεί με αξιοπιστία μια ολοκληρωμένη αισθητική παρουσίασή του. Ιδιαίτερα η ανακαίνιση του 1930-32 υπήρξε καταλυτική. Η αλλαγή του διακόσμου ήταν ολοκληρωτική όπως και σε ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη.
Πιστεύοντας ότι τα σχέδια του Ziller εκπληρώθηκαν χωρίς σοβαρές αλλαγές, η αισθητική ανασύνθεση του χώρου αρθρώνεται από τα λίγα τεκμήρια του παρελθόντος.
Η μίμηση λύσεων της σχολής Semper είναι εμφανής. Τα έντονα μπαροκίζοντα στοιχεία από τα γύψινα ανάγλυφα, τις μορφές των ερωτιδέων, των γυναικών, των φυτικών μοτίβων, των ψευδοκαρυάτιδων κ.α. αντιπαραθέτονται στην απέριττη λιτότητα της ορθομαρμάρωσης και των γεωμετρικών σχημάτων. Διατηρείται η πολυχρωμία του διακόσμου με κυρίαρχα τα χρώματα της ώχρας, του καφέ, του γκριζογάλανου, του ροζ, του χρυσαφί.
Τέλος, η τοποθέτηση του κτιρίου σ’ ένα ακατάλληλο οικόπεδο με κατωφέρεια και έλλειψη χώρου πλατείας στην εμπρόσθια όψη, και η μυωπικότητα που αντικρίζει το ναό του αγ. Κωνσταντίνου, καταδίκασαν το θέατρο στην αφάνεια.
Η ανέγερση του Βασιλικού Θεάτρου θα γίνει με πρωτοβουλία του βασιλιά Γεωργίου του Α΄, ύστερα από γενναία δωρεά 1.000.000 δραχμές από τον Στέφανο Ράλλη, πλούσιο έλληνα του Λονδίνου. Το οικόπεδο αγοράστηκε από τον οικονομικό σύμβουλο του βασιλιά, Νικόλαο Θων και η αγορά του απορρόφησε το μισό ποσό της χορηγίας. Τα σχέδια ανατέθηκαν στο γερμανό αρχιτέκτονα Ziller, η δε θεμελίωση έγινε το 1895.
Οι εργασίες θα διακοπούν το 1896 από τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Το έργο θα συνεχιστεί με νέα χορηγία από τους ομογενείς Ευγενίδη και Κοργιαλένιο με 500.000 δραχμές. Το θέατρο θα αποπερατωθεί το φθινόπωρο του 1901 ύστερα από εισφορά και του δημόσιου ταμείου. Τα εγκαίνια έγιναν στις 24 Νοεμβρίου του 1901 με σειρά από εκδηλώσεις και παραστάσεις.
Στα λίγα χρόνια της θητείας του το Βασιλικό Θέατρο δε θα σταθεί αντάξιο των στόχων και των προσδοκιών του. Ύστερα από λάθη και επιλογές της διοίκησης, θα καταλήξει σε αποτυχία με αποτέλεσμα να κλείσει στα 1908.
Τα χρόνια 1908-1927 αποτελούν τη νεκρή περίοδο του θεάτρου στεγάζοντας κατά καιρούς θιάσους και πρόσφυγες.
Στα χρόνια 1930-1932 θα γίνει ανακαίνιση του κτιρίου. Ο υπερβάλλων δημοκρατικός ζήλος εκτός από την επωνυμία, θα αλλάξει ριζικά και την εσωτερική όψη του θεάτρου. Ο διάκοσμος των εσωτερικών χώρων απέκτησε τη μονοχρωμία του μπεζ, αλλάχτηκε το σχήμα των καθισμάτων και μειώθηκαν σε 750 από 1000 που ήταν αρχικά. Τέλος, για να βγουν τα βασιλικά εμβλήματα καταστράφηκαν τα δύο θεωρεία.
Το θέατρο μετονομαζόμενο πλέον σε «Εθνικό Θέατρο» θα λειτουργήσει με νέα ιδεολογική προσέγγιση, υπό την καθοδήγηση του Ι. Γρυπάρη και του Φ. Πολίτη στην αρχή και θα γνωρίσει στη συνέχεια μέρες δόξας.
Στα 1959-1962 θα γίνει η προσθήκη, προς την οδό Σατωβριάνδου του νέου κτιρίου από τον αρχιτέκτονα Β. Δούρα και τον μηχανικό Κ. Καίπα.
Τέλος θα γίνει η επέκτασή του στις αρχές της δεκαετίας του ’80 από τον αρχιτέκτονα Χ. Γ. Αθανασόπουλο, προς την οδό Μενάνδρου, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα.
Εσωτερικά το κτίριο υπέστη σημαντικές αλλοιώσεις στο πέρασμα του χρόνου. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν εκείνη του 1930-32, κατά την ανακαίνιση του θεάτρου από τον αρχιτέκτονα Α. Μεταξά.
Έκτοτε η εσωτερική μορφή του θεάτρου άλλαξε ριζικά. Η κεντρική αίθουσα έμεινε με δύο θεωρεία από τα τέσσερα αρχικώς, ο δε αριθμός των θεατών μειώθηκε αισθητά.
Από το σχέδιο του Ziller «ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΟΡΟΦΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ» παρατηρούμε τα άμεσα πρότυπα που χρησιμοποίησε ο αρχιτέκτονας κατά την εκτέλεσή του από την πρώτη και δεύτερη όπερα της Δρέσδης.
Η χαρακτηριστική έμφαση του προεξέχοντος κεντρικού τμήματος, είναι μια λύση που πιθανότατα έρχεται απευθείας από την αρχαιότητα. Το κτίριο συνολικά προβάλλει όλη τη μιμητική και συνθετική δεξιοτεχνία του Ziller, αντλώντας το λεξιλόγιό του από την ελληνορωμαϊκή παράδοση, την αναγέννηση και το μπαρόκ. Διαθέτει όλα τα μορφολογικά στοιχεία ενός ιστορικού εκλεκτικισμού.
Τα επίπλαστα μορφολογικά στοιχεία λιθοδομή, ψευδοκαρυάτιδες κ.α. δηλώνουν την πρόθεση του αρχιτέκτονα να ικανοποιήσει τα «φτωχοαλαζονικά» γούστα της άρχους αθηναϊκής τάξης.
Εσωτερικά το κτίριο θα υποστεί τέτοιες αλλοιώσεις, ώστε σήμερα να είναι δύσκολο να αποτιμηθεί με αξιοπιστία μια ολοκληρωμένη αισθητική παρουσίασή του. Ιδιαίτερα η ανακαίνιση του 1930-32 υπήρξε καταλυτική. Η αλλαγή του διακόσμου ήταν ολοκληρωτική όπως και σε ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη.
Πιστεύοντας ότι τα σχέδια του Ziller εκπληρώθηκαν χωρίς σοβαρές αλλαγές, η αισθητική ανασύνθεση του χώρου αρθρώνεται από τα λίγα τεκμήρια του παρελθόντος.
Η μίμηση λύσεων της σχολής Semper είναι εμφανής. Τα έντονα μπαροκίζοντα στοιχεία από τα γύψινα ανάγλυφα, τις μορφές των ερωτιδέων, των γυναικών, των φυτικών μοτίβων, των ψευδοκαρυάτιδων κ.α. αντιπαραθέτονται στην απέριττη λιτότητα της ορθομαρμάρωσης και των γεωμετρικών σχημάτων. Διατηρείται η πολυχρωμία του διακόσμου με κυρίαρχα τα χρώματα της ώχρας, του καφέ, του γκριζογάλανου, του ροζ, του χρυσαφί.
Τέλος, η τοποθέτηση του κτιρίου σ’ ένα ακατάλληλο οικόπεδο με κατωφέρεια και έλλειψη χώρου πλατείας στην εμπρόσθια όψη, και η μυωπικότητα που αντικρίζει το ναό του αγ. Κωνσταντίνου, καταδίκασαν το θέατρο στην αφάνεια.
Η ανέγερση του Βασιλικού Θεάτρου θα γίνει με πρωτοβουλία του βασιλιά Γεωργίου του Α΄, ύστερα από γενναία δωρεά 1.000.000 δραχμές από τον Στέφανο Ράλλη, πλούσιο έλληνα του Λονδίνου. Το οικόπεδο αγοράστηκε από τον οικονομικό σύμβουλο του βασιλιά, Νικόλαο Θων και η αγορά του απορρόφησε το μισό ποσό της χορηγίας. Τα σχέδια ανατέθηκαν στο γερμανό αρχιτέκτονα Ziller, η δε θεμελίωση έγινε το 1895.
Οι εργασίες θα διακοπούν το 1896 από τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Το έργο θα συνεχιστεί με νέα χορηγία από τους ομογενείς Ευγενίδη και Κοργιαλένιο με 500.000 δραχμές. Το θέατρο θα αποπερατωθεί το φθινόπωρο του 1901 ύστερα από εισφορά και του δημόσιου ταμείου. Τα εγκαίνια έγιναν στις 24 Νοεμβρίου του 1901 με σειρά από εκδηλώσεις και παραστάσεις.
Στα λίγα χρόνια της θητείας του το Βασιλικό Θέατρο δε θα σταθεί αντάξιο των στόχων και των προσδοκιών του. Ύστερα από λάθη και επιλογές της διοίκησης, θα καταλήξει σε αποτυχία με αποτέλεσμα να κλείσει στα 1908.
Τα χρόνια 1908-1927 αποτελούν τη νεκρή περίοδο του θεάτρου στεγάζοντας κατά καιρούς θιάσους και πρόσφυγες.
Στα χρόνια 1930-1932 θα γίνει ανακαίνιση του κτιρίου. Ο υπερβάλλων δημοκρατικός ζήλος εκτός από την επωνυμία, θα αλλάξει ριζικά και την εσωτερική όψη του θεάτρου. Ο διάκοσμος των εσωτερικών χώρων απέκτησε τη μονοχρωμία του μπεζ, αλλάχτηκε το σχήμα των καθισμάτων και μειώθηκαν σε 750 από 1000 που ήταν αρχικά. Τέλος, για να βγουν τα βασιλικά εμβλήματα καταστράφηκαν τα δύο θεωρεία.
Το θέατρο μετονομαζόμενο πλέον σε «Εθνικό Θέατρο» θα λειτουργήσει με νέα ιδεολογική προσέγγιση, υπό την καθοδήγηση του Ι. Γρυπάρη και του Φ. Πολίτη στην αρχή και θα γνωρίσει στη συνέχεια μέρες δόξας.
Στα 1959-1962 θα γίνει η προσθήκη, προς την οδό Σατωβριάνδου του νέου κτιρίου από τον αρχιτέκτονα Β. Δούρα και τον μηχανικό Κ. Καίπα.
Τέλος θα γίνει η επέκτασή του στις αρχές της δεκαετίας του ’80 από τον αρχιτέκτονα Χ. Γ. Αθανασόπουλο, προς την οδό Μενάνδρου, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα.
Εσωτερικά το κτίριο υπέστη σημαντικές αλλοιώσεις στο πέρασμα του χρόνου. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν εκείνη του 1930-32, κατά την ανακαίνιση του θεάτρου από τον αρχιτέκτονα Α. Μεταξά.
Έκτοτε η εσωτερική μορφή του θεάτρου άλλαξε ριζικά. Η κεντρική αίθουσα έμεινε με δύο θεωρεία από τα τέσσερα αρχικώς, ο δε αριθμός των θεατών μειώθηκε αισθητά.
Από το σχέδιο του Ziller «ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΟΡΟΦΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ» παρατηρούμε τα άμεσα πρότυπα που χρησιμοποίησε ο αρχιτέκτονας κατά την εκτέλεσή του από την πρώτη και δεύτερη όπερα της Δρέσδης.