
Ι.Μ. ΓΕΝΕΣΙΟΥ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 17ος, ΑΡΓΙΘΕΑ ΑΓΡΑΦΩΝ"Μελέτη συντήρησης και αποκατάστασης των τοιχογραφιών"
Ιστορικά στοιχεία - αρχιτεκτονική μονής
Η Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου, βρίσκεται κοντά στη μικρή αλλά γραφική Λίμνη Στεφανιάδας που σχηματίστηκε το 1963 - 1964 ύστερα από κατολισθήσεις του εδάφους, και ανήκει στο Δημοτικό διαμέρισμα των Κουμπουριανών (υψ. 1050 μ.). Είναι γνωστότερη ως Μοναστήρι του Κώστη, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση, έκτισε το Μοναστήρι στα Κουμπουριανά όταν βρήκε την εικόνα της Γεννήσεως της Θεοτόκου πάνω σε ένα δέντρο με ένα καντήλι να καίει δίπλα.
Σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό (τρίκογχος ναός με τρούλο), ερείπια κελιών και τμήμα του περιβόλου της. Στο εσωτερικό του ναού διατηρούνται τοιχογραφίες που χρονολογούνται από το 1795 και οι οποίες παρουσιάζουν αρκετές φθορές. Επίσης, διατηρείται ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο από πού χρονολογείται από το 1760.
Από την υπέρθυρη επιγραφή στη νότια πλευρική κόγχη του καθολικού, πληροφορούμαστε ότι ιστορίθει το 1759:
«(ΑΝΙ)ΣΤΟΡΙΘΕΙ Ο ΘΕΙΟΣ Κ(ΑΙ) ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ / ΟΥΤΟΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ Της ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΗΜΩΝ / ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΙΣ ΚΟΠΟΥ Κ(ΑΙ) ΜΟΧΘΟΥ ΤΟΥ ΠΑ/ΝΟΣΙΟΤΑΤΟΥ ΔΑΝΙΗΛ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ (ΚΑΙ) ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ / ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΥ ΜΙΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ Κ(ΑΙ) ΝΕΟΧΟΡΙΟΥ / Κ(ΥΡΟ)Υ Κ(ΥΡΟ)Υ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΕΤΗ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΥ αψνθ 1759 / ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 30».
Ο ναός ανήκει στον αγιορείτικο ή αθωνικό τύπο. Πρόκειται για εξέλιξη του σταυροειδούς εγγεγραμμένου μετά τρούλου και λιτής, στον οποίο η βόρεια και η νότια κεραία απολήγουν σε κόγχη τους λεγόμενους χορούς. Οι κόγχες έχουν προστεθεί προκειμένου να διευκολυνθεί το έργο των ψαλτών. Ο ναός δεν φέρει εσωτερικούς κίονες.
Ο τύπος του ναού ονομάζεται αγιορείτικος ή αθωνικός, επειδή δημιουργήθηκε και συναντάται στο Άγιο Όρος. Συγκεκριμένα πρωτοδημιουργήθηκε στη Λαύρα και επαναλαμβάνεται σε όλο το Όρος, σταθερά από τον 11ο, 14ο, 16ο, 18ο ως και τον 19ο αιώνα. Τα χαρακτηριστικά αυτά του καθολικού τα βρίσκουμε και σε καθολικά μοναστηριών της Ανατολικής Ευρώπης (Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Ρωσίας κλπ).
Ο χώρος του ιερού διαχωρίζεται όχι μόνο με τύμπανο αλλά και με ψηλό ξυλόγλυπτο εικονοστάσι. Αυτό διαρθρώνεται κατά τα γνωστά: τη βάση, την ποδιά με τους ταμπλάδες, τους κεταμπέδες, τη ζώνη με τις δεσποτικές εικόνες, το δωδεκάορτο με την επίστεψη και το σταυρό με τα λυπηρά.
Λίγο χαμηλότερα από τη βάση του τεταρτοσφαίριου, σχηματίζεται η αψίδα του ιερού. Είναι ημικυκλική εσωτερικά και τρίπλευρη εξωτερικά και φέρει μονόλοβο παράθυρο.
Το τύμπανο του τρούλου εσωτερικά είναι κυλινδρικό (και εξωτερικά διαμορφώνεται κυλινδρικό) και φέρει τέσσερα μονόλοβα παράθυρα. Στηρίζεται στις δύο ημικυλινδρικές καμάρες των τόξων της εισόδου και του ιερού, τα οποία συναντώνται με τα τεταροσφαίρια των πλευρικών κογχών και βαίνουν σε σφαιρικά τρίγωνα (λοφία).
Ο νάρθηκας στη δυτική πλευρά του ναού είναι ενσωματωμένος στην κάτοψη. Η στέγη είναι δίρριχτη από σχιστόπλακα, που στη δυτική πλευρά της επιμηκύνεται για να καλύψει το νάρθηκα.
Στη βόρεια πλευρά ανοίγεται ένα μικρό προστώο - χαγιάτι που στηρίζεται σε δύο τετράγωνους πεσσούς.
Η κύρια είσοδος στο ναό βρίσκεται στη δυτική πλευρά, είναι μικρών διαστάσεων, ενώ τρία απότομα σκαλοπάτια οδηγούν μέσα από χαμηλό άνοιγμα. Στη βόρεια πλευρά βρίσκεται η είσοδος του νάρθηκα.
Όπως φαίνεται, εφαρμόστηκαν τύποι και μορφές της αγιορείτικης αρχιτεκτονικής, που αποδόθηκαν με μια χάρη που ξεφεύγει από την απόμακρη και βαριά επιβλητικότητα των προτύπων. Αποδίδονται όλα τα χαρακτηριστικά απλά και λιτά, πιο ελεύθερα, χωρίς να απομακρύνονται από τις γνωστές φόρμες της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής.
Στην αρχιτεκτονική των εκκλησιών του 1700 - 1830, διακρίνονται γενικά δύο διαφορετικές τάσεις: αφ’ ενός η εμμονή στις αξίες της κληρονομιάς με την επέκταση των βυζαντινών τρόπων και μορφών έως το τέλος και αφ’ ετέρου η ανέγερση μεγάλων ναών που ανήκουν σε κοινότητες και των οποίων το κτίσιμο γίνεται με την πρωτοβουλία των λαϊκών στοιχείων. Σε γενικές γραμμές οι παλαιοί τύποι επιβιώνουν σε μοναστήρια, ενώ οι νέες τάσεις οδηγούν στην επικράτηση του τύπου της μεγάλης τρίκλιτης βασιλικής. Στα καθολικά των μοναστηριών, κυρίων εκφραστών των παραδοσιακών συντηρητικών αξιών, θα συναντήσουμε και πάλι τον αγιορείτικο τύπο τόσο στο Άγιο Όρος όσο και στη Θεσσαλία και τη Βόρειο Ελλάδα. Εκεί επίσης απαντούν απλούστεροι μονόχωροι με πλάγιους χορούς, άλλοτε θολοσκεπείς κι άλλοτε ξυλόστεγοι
Το καθολικό του ναού είναι κατάγραφο από τοιχογραφίες. Η επιγραφή άνωθεν του παραθύρου της κόγχης του νοτίου χορού του καθολικού, μας μαρτυρεί ότι ο ναός τοιχογραφήθηκε το 1759. Το όνομα ή τα ονόματα των ζωγράφων δεν αναφέρονται. Θα μπορούσε να σημειώσει κανείς ότι οι Θεσσαλοί ζωγράφοι λείπουν από την αγιογράφηση των εκκλησιών της περιοχής. Και πραγματικά, ελάχιστοι είναι οι ντόπιοι ζωγράφοι που εργάζονται στον ευρύτερο χώρο της Θεσσαλίας, ενώ τα μνημεία είναι πολλά. Μπορούμε να μνημονεύσουμε, ανάμεσα σε λίγους, μόνο τον Θεοδόσιο και τον Θεόδωρο Ουρία από την Αγιά, καθώς και τον ιερέα Ιωάννη από την Τσαρίτσανη, ζωγράφους λαϊκότερους, που δεν ξεχωρίζουν με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το μεγαλύτερο μέρος των τοιχογραφιών σε ολόκληρη τη Θεσσαλία εκτελούν τον αιώνα αυτό ζωγράφοι Ηπειρώτες, όπως αυτοί που μνημονεύτηκαν πιο πάνω, και ακόμη ο Νικόλαος Χωραφάς με τα παιδιά του, ο Ιωάννης με τον Στέριο από τους Καλαρρύτες, ο Κωνσταντίνος από τη Βρεστένιτσα, ο λογιώτατος Ναούμ από την Κορυτσά, που είχε δουλέψει και στο Άγιον Όρος. Επίσης οι ζωγράφοι Ιωάννης, Κωνσταντίνος και Μιχάλης Μιχάλη από τους Χιονάδες και άλλοι. Αυτοί μεταφέρουν την ηπειρωτική τέχνη με τις παραλλαγές της και με τις αθωνικές της απηχήσεις στα θεσσαλικά ιερά, μεγάλα και μικρά, που κτίζονται ή ανακαινίζονται στους χρόνους αυτούς με επιταχυνόμενο ρυθμό.
Εμφανίζονται όμως με πολλή δραστηριότητα στη Θεσσαλία και ζωγράφοι από τη Στερεά Ελλάδα, όπως ο Δημήτριος Αναγνώστης στη Μονή Ρεντίνας, οι Αγάπιος Στέριος και Γεώργιος στην ίδια περιοχή, καθώς και ο Δημήτριος από τους Δομιανούς και άλλοι. Το σημαντικότερο όμως κέντρο ήταν ο Φουρνάς των Αγράφων, κεφαλοχώρι στον καιρό της τουρκοκρατίας. Σ’ αυτό βέβαια πρέπει να συνετέλεσε η παρουσία του μοναχού Διονυσίου, του συγγραφέα της Ερμηνείας, καθώς και των έργων του.
Με τον Διονύσιο και την τέχνη του πρέπει να σχετίζονται μια σειρά τεχνίτες που κατάγονται από το ίδιο χωριό: ο Πέτρος, ο Ζαχαρίας Βάκος, ο Γεώργιος Διαμαντόπουλος, καθώς και ο Γεώργιος αναγνώστης από το Φουρνά, που μαζί με τον Γεώργιο Γεωργίου από το Μαυρίλο της Φθιώτιδας στολίζουν με τοιχογραφίες δεκάδες εκκλησίες στην περιοχή από το Μύρεσι των Αγράφων ως τη μονή Προυσού. Οπωσδήποτε η ευρύτερη περιοχή -Ήπειρος, Μακεδονία, Στερεά και Θεσσαλία- πρέπει να θεωρηθεί ως ενιαίος χώρος, τόσο από την άποψη των καλλιτεχνών που κυκλοφορούν και εργάζονται σ’ αυτήν, όσο και από την άποψη της ομοιογένειας στις τεχνοτροπικές τάσεις και εικονογραφικές αναζητήσεις.
Σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό (τρίκογχος ναός με τρούλο), ερείπια κελιών και τμήμα του περιβόλου της. Στο εσωτερικό του ναού διατηρούνται τοιχογραφίες που χρονολογούνται από το 1795 και οι οποίες παρουσιάζουν αρκετές φθορές. Επίσης, διατηρείται ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο από πού χρονολογείται από το 1760.
Από την υπέρθυρη επιγραφή στη νότια πλευρική κόγχη του καθολικού, πληροφορούμαστε ότι ιστορίθει το 1759:
«(ΑΝΙ)ΣΤΟΡΙΘΕΙ Ο ΘΕΙΟΣ Κ(ΑΙ) ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ / ΟΥΤΟΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ Της ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΗΜΩΝ / ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΙΣ ΚΟΠΟΥ Κ(ΑΙ) ΜΟΧΘΟΥ ΤΟΥ ΠΑ/ΝΟΣΙΟΤΑΤΟΥ ΔΑΝΙΗΛ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ (ΚΑΙ) ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ / ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΥ ΜΙΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ Κ(ΑΙ) ΝΕΟΧΟΡΙΟΥ / Κ(ΥΡΟ)Υ Κ(ΥΡΟ)Υ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΕΤΗ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΥ αψνθ 1759 / ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 30».
Ο ναός ανήκει στον αγιορείτικο ή αθωνικό τύπο. Πρόκειται για εξέλιξη του σταυροειδούς εγγεγραμμένου μετά τρούλου και λιτής, στον οποίο η βόρεια και η νότια κεραία απολήγουν σε κόγχη τους λεγόμενους χορούς. Οι κόγχες έχουν προστεθεί προκειμένου να διευκολυνθεί το έργο των ψαλτών. Ο ναός δεν φέρει εσωτερικούς κίονες.
Ο τύπος του ναού ονομάζεται αγιορείτικος ή αθωνικός, επειδή δημιουργήθηκε και συναντάται στο Άγιο Όρος. Συγκεκριμένα πρωτοδημιουργήθηκε στη Λαύρα και επαναλαμβάνεται σε όλο το Όρος, σταθερά από τον 11ο, 14ο, 16ο, 18ο ως και τον 19ο αιώνα. Τα χαρακτηριστικά αυτά του καθολικού τα βρίσκουμε και σε καθολικά μοναστηριών της Ανατολικής Ευρώπης (Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Ρωσίας κλπ).
Ο χώρος του ιερού διαχωρίζεται όχι μόνο με τύμπανο αλλά και με ψηλό ξυλόγλυπτο εικονοστάσι. Αυτό διαρθρώνεται κατά τα γνωστά: τη βάση, την ποδιά με τους ταμπλάδες, τους κεταμπέδες, τη ζώνη με τις δεσποτικές εικόνες, το δωδεκάορτο με την επίστεψη και το σταυρό με τα λυπηρά.
Λίγο χαμηλότερα από τη βάση του τεταρτοσφαίριου, σχηματίζεται η αψίδα του ιερού. Είναι ημικυκλική εσωτερικά και τρίπλευρη εξωτερικά και φέρει μονόλοβο παράθυρο.
Το τύμπανο του τρούλου εσωτερικά είναι κυλινδρικό (και εξωτερικά διαμορφώνεται κυλινδρικό) και φέρει τέσσερα μονόλοβα παράθυρα. Στηρίζεται στις δύο ημικυλινδρικές καμάρες των τόξων της εισόδου και του ιερού, τα οποία συναντώνται με τα τεταροσφαίρια των πλευρικών κογχών και βαίνουν σε σφαιρικά τρίγωνα (λοφία).
Ο νάρθηκας στη δυτική πλευρά του ναού είναι ενσωματωμένος στην κάτοψη. Η στέγη είναι δίρριχτη από σχιστόπλακα, που στη δυτική πλευρά της επιμηκύνεται για να καλύψει το νάρθηκα.
Στη βόρεια πλευρά ανοίγεται ένα μικρό προστώο - χαγιάτι που στηρίζεται σε δύο τετράγωνους πεσσούς.
Η κύρια είσοδος στο ναό βρίσκεται στη δυτική πλευρά, είναι μικρών διαστάσεων, ενώ τρία απότομα σκαλοπάτια οδηγούν μέσα από χαμηλό άνοιγμα. Στη βόρεια πλευρά βρίσκεται η είσοδος του νάρθηκα.
Όπως φαίνεται, εφαρμόστηκαν τύποι και μορφές της αγιορείτικης αρχιτεκτονικής, που αποδόθηκαν με μια χάρη που ξεφεύγει από την απόμακρη και βαριά επιβλητικότητα των προτύπων. Αποδίδονται όλα τα χαρακτηριστικά απλά και λιτά, πιο ελεύθερα, χωρίς να απομακρύνονται από τις γνωστές φόρμες της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής.
Στην αρχιτεκτονική των εκκλησιών του 1700 - 1830, διακρίνονται γενικά δύο διαφορετικές τάσεις: αφ’ ενός η εμμονή στις αξίες της κληρονομιάς με την επέκταση των βυζαντινών τρόπων και μορφών έως το τέλος και αφ’ ετέρου η ανέγερση μεγάλων ναών που ανήκουν σε κοινότητες και των οποίων το κτίσιμο γίνεται με την πρωτοβουλία των λαϊκών στοιχείων. Σε γενικές γραμμές οι παλαιοί τύποι επιβιώνουν σε μοναστήρια, ενώ οι νέες τάσεις οδηγούν στην επικράτηση του τύπου της μεγάλης τρίκλιτης βασιλικής. Στα καθολικά των μοναστηριών, κυρίων εκφραστών των παραδοσιακών συντηρητικών αξιών, θα συναντήσουμε και πάλι τον αγιορείτικο τύπο τόσο στο Άγιο Όρος όσο και στη Θεσσαλία και τη Βόρειο Ελλάδα. Εκεί επίσης απαντούν απλούστεροι μονόχωροι με πλάγιους χορούς, άλλοτε θολοσκεπείς κι άλλοτε ξυλόστεγοι
Το καθολικό του ναού είναι κατάγραφο από τοιχογραφίες. Η επιγραφή άνωθεν του παραθύρου της κόγχης του νοτίου χορού του καθολικού, μας μαρτυρεί ότι ο ναός τοιχογραφήθηκε το 1759. Το όνομα ή τα ονόματα των ζωγράφων δεν αναφέρονται. Θα μπορούσε να σημειώσει κανείς ότι οι Θεσσαλοί ζωγράφοι λείπουν από την αγιογράφηση των εκκλησιών της περιοχής. Και πραγματικά, ελάχιστοι είναι οι ντόπιοι ζωγράφοι που εργάζονται στον ευρύτερο χώρο της Θεσσαλίας, ενώ τα μνημεία είναι πολλά. Μπορούμε να μνημονεύσουμε, ανάμεσα σε λίγους, μόνο τον Θεοδόσιο και τον Θεόδωρο Ουρία από την Αγιά, καθώς και τον ιερέα Ιωάννη από την Τσαρίτσανη, ζωγράφους λαϊκότερους, που δεν ξεχωρίζουν με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το μεγαλύτερο μέρος των τοιχογραφιών σε ολόκληρη τη Θεσσαλία εκτελούν τον αιώνα αυτό ζωγράφοι Ηπειρώτες, όπως αυτοί που μνημονεύτηκαν πιο πάνω, και ακόμη ο Νικόλαος Χωραφάς με τα παιδιά του, ο Ιωάννης με τον Στέριο από τους Καλαρρύτες, ο Κωνσταντίνος από τη Βρεστένιτσα, ο λογιώτατος Ναούμ από την Κορυτσά, που είχε δουλέψει και στο Άγιον Όρος. Επίσης οι ζωγράφοι Ιωάννης, Κωνσταντίνος και Μιχάλης Μιχάλη από τους Χιονάδες και άλλοι. Αυτοί μεταφέρουν την ηπειρωτική τέχνη με τις παραλλαγές της και με τις αθωνικές της απηχήσεις στα θεσσαλικά ιερά, μεγάλα και μικρά, που κτίζονται ή ανακαινίζονται στους χρόνους αυτούς με επιταχυνόμενο ρυθμό.
Εμφανίζονται όμως με πολλή δραστηριότητα στη Θεσσαλία και ζωγράφοι από τη Στερεά Ελλάδα, όπως ο Δημήτριος Αναγνώστης στη Μονή Ρεντίνας, οι Αγάπιος Στέριος και Γεώργιος στην ίδια περιοχή, καθώς και ο Δημήτριος από τους Δομιανούς και άλλοι. Το σημαντικότερο όμως κέντρο ήταν ο Φουρνάς των Αγράφων, κεφαλοχώρι στον καιρό της τουρκοκρατίας. Σ’ αυτό βέβαια πρέπει να συνετέλεσε η παρουσία του μοναχού Διονυσίου, του συγγραφέα της Ερμηνείας, καθώς και των έργων του.
Με τον Διονύσιο και την τέχνη του πρέπει να σχετίζονται μια σειρά τεχνίτες που κατάγονται από το ίδιο χωριό: ο Πέτρος, ο Ζαχαρίας Βάκος, ο Γεώργιος Διαμαντόπουλος, καθώς και ο Γεώργιος αναγνώστης από το Φουρνά, που μαζί με τον Γεώργιο Γεωργίου από το Μαυρίλο της Φθιώτιδας στολίζουν με τοιχογραφίες δεκάδες εκκλησίες στην περιοχή από το Μύρεσι των Αγράφων ως τη μονή Προυσού. Οπωσδήποτε η ευρύτερη περιοχή -Ήπειρος, Μακεδονία, Στερεά και Θεσσαλία- πρέπει να θεωρηθεί ως ενιαίος χώρος, τόσο από την άποψη των καλλιτεχνών που κυκλοφορούν και εργάζονται σ’ αυτήν, όσο και από την άποψη της ομοιογένειας στις τεχνοτροπικές τάσεις και εικονογραφικές αναζητήσεις.