
ΓΑΛΛΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ"Μελέτη συντήρησης και αποκατάστασης τοιχογραφιών και οροφογραφιών του διατηρητέου κτιρίου"
Ιστορικά στοιχεία - αρχιτεκτονική κτηρίου
Η κατασκευή του κτηρίου άρχισε στα μέσα του 19ου αιώνα (1860) από Ιταλό αρχιτέκτονα. Κτίσθηκε με τα αισθητικά-αρχιτεκτονικά κριτήρια της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής που συνηθιζόταν την εποχή εκείνη.
Το κυρίως κτήριο προσετέθη σε προϋπάρχον κτίσμα που υπήρχε στην οδό Γρηγορίου και που κατά πάσα πιθανότατα χρησίμευε σαν αποθήκη ή σαν στάβλος. Το κτίσμα αυτό είχε φέρουσες περιμετρικές λιθοδομές και την στέγη την έφεραν αψίδες.
Το κτήριο χρησιμοποιήθηκε αρχικά από την οικογένεια Εφεσίου για κατοικία μέχρι την πώλησή του στη Γαλλική Κυβέρνηση το 1958. Από τότε και μέχρι το 1987, που έγιναν οι καταστροφικοί σεισμοί στην περιοχή, χρησιμοποιήθηκε από το Γαλλικό Ινστιτούτο σαν σχολή εκμάθησης της Γαλλικής Γλώσσας και σαν Πολιτιστικό Κέντρο διάδοσης της Γαλλικής Παιδείας.
Από τους σεισμούς και μέχρι σήμερα το κτήριο παραμένει κλειστό.
Το κτήριο αποτελείται από ένα τμήμα υπογείου στην πτέρυγα Α επί της οδού Μαυρομιχάλη, ισόγειο και Α΄ όροφο σε σχήμα «Π» που αναπτύσσεται περιμετρικά του οικοπέδου και από έναν όροφο που αναπτύσσεται παράλληλα και εν εσοχή με την οδό Μαυρομιχάλη.
Το αρχικό ισόγειο τμήμα της πτέρυγας Β που χρησίμευε σαν στάβλος έχει φέρουσα τοιχοποιία, από λιθοδομή, πάχους 90 εκ.. Αρχικά την στέγη την έφεραν πέτρινες αψίδες, των οποίων οι γενέσεις είναι ορατές ακόμη και σήμερα.
Στη συνέχεια του κτηρίου αυτού κατασκευάστηκε η πτέρυγα Α η οποία αποτέλεσε και το κυρίως τμήμα της κατοικίας. Στο υπόγειο της πτέρυγας αυτής υπάρχουν δύο χώροι που χρησίμευαν σαν αποθήκες.
Η φέρουσα τοιχοποιία είναι από λιθοδομή πάχους 90 εκ. Επίσης φέρουσα είναι και η τοιχοποιία της ανωδομής, πάχους 60 εκ. - 90 εκ.
Το δάπεδο της εισόδου είναι επιστρωμένο με μαρμάρινες πλάκες τοποθετημένες ρομβοειδώς, ενώ των λοιπών χώρων είναι με πλάκες.
Η κλίμακα που οδηγεί από την είσοδο του ισογείου στο μεσοπάτωμα είναι μαρμάρινη ευθύγραμμη και φέρει προστατευτικό διακοσμητικό κιγκλίδωμα από χυτοσίδηρο με ξύλινη κουπαστή.
Η άλλη κλίμακα που οδηγεί από το μεσοπάτωμα στον Α΄ όροφο είναι καμπύλη και έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από ξύλο. Φέρει κουπαστή με ξύλινους τορνευτούς ορθοστάτες.
Οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι είναι από οπτοπλινθοδομή και έχουν επιχριστεί .
Τα δάπεδα του ορόφου είναι από ξύλινη διαδοκιδωτή πολυκέλυφη κατασκευή. Το επάνω κέλυφος, που είναι το δάπεδο του ορόφου, αποτελείται από ξύλινες τάβλες επί των φερουσών ξύλινων δοκών, οι οποίες είναι πακτωμένες στις φέρουσες λιθοδομές. Το κάτω κέλυφος, που είναι η οροφή των χώρων, αποτελείται από επιχρισμένες μπαγδαντόπηχες, οι οποίες στον Α΄ όροφο, στην είσοδο και στο κλιμακοστάσιο, είναι διακοσμημένες με ζωγραφικά μοτίβα.
Όλα τα κουφώματα είναι ξύλινα. Οι εσωτερικές θύρες είναι ταμπλαδωτές βαμμένες, ενώ τα εξωτερικά κουφώματα είναι τα μεν υαλοστάσια με καΐτια, τα δε εξώφυλλα γαλλικού τύπου.
Τα παράθυρα του Α΄ ορόφου που βλέπουν προς την αυλή έχουν κυκλικό σχήμα και είναι διαμορφωμένα με πολύχρωμους υαλοπίνακες.
Το κτήριο καλύπτεται με τετράριχτη κεραμοσκεπή στέγη επί ξύλινου σκελετού.
Μετά την πλήρη αποπεράτωση του κτηρίου, έγινε προσθήκη Β΄ ορόφου κατά μήκος της όψης της αυλής. Ο εν εσοχή τοίχος επί της οδού Μαυρομιχάλη έχει κατασκευαστεί στο μεσαίο του τμήμα από λιθοδομή, εκατέρωθεν δε αυτού από μπαγδαντί. Η λιθοδομή αυτή έχει πάχος 45 εκ. και εδράζεται στην υποκείμενη λιθοδομή που έχει πάχος 60 εκ.
Η όψη του ορόφου αυτού που βλέπει προς την αυλή, έχει κατασκευαστεί από μπαγδαντί, ενώ οι δύο πλάγιες όψεις που βλέπουν στην οδό Γρηγορίου η μία και στη μεσοτοιχία άλλη, είναι από πλίνθους και μπαγδαντί αντίστοιχα.
Οι εξωτερικές όψεις έχουν διαμορφωθεί ακριβώς με τα πρότυπα της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Εικάζεται ότι αρχιτέκτων του κτιρίου μπορεί να είναι ο Τσίλλερ .
Όλο το κτήριο εξωτερικά έχει επιχριστεί και έχει διαχωριστεί ανά όροφο με ζωνάρια, που εξέχουν από την τελική επιχρισμένη επιφάνεια, όπως επίσης εξέχουν και οι γωνιακές παραστάδες και τα πλαίσια γύρω από τα κουφώματα.
Τα εξέχοντα τμήματα έχουν γίνει από τραβηχτό σοβά και έχουν χρωματιστεί λευκά, εκτός από την στέψη του κτιρίου που έχει χρωματιστεί γαλάζια.
Ενώ οι επιχρισμένες επιφάνειες του Α΄ ορόφου είναι λείες με πατητό επίχρισμα και είναι βαμμένες στο κλασικό χρώμα της ώχρας, οι επιχρισμένες επιφάνειες του ισογείου είναι σε απομίμηση ισόδομης αρμολογημένης λιθοδομής στο ίδιο χρώμα.
Η κατασκευή του κτηρίου άρχισε στα μέσα του 19ου αιώνα (1860) από Ιταλό αρχιτέκτονα. Κτίσθηκε με τα αισθητικά-αρχιτεκτονικά κριτήρια της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής που συνηθιζόταν την εποχή εκείνη.
Το κυρίως κτήριο προσετέθη σε προϋπάρχον κτίσμα που υπήρχε στην οδό Γρηγορίου και που κατά πάσα πιθανότατα χρησίμευε σαν αποθήκη ή σαν στάβλος. Το κτίσμα αυτό είχε φέρουσες περιμετρικές λιθοδομές και την στέγη την έφεραν αψίδες.
Το κτήριο χρησιμοποιήθηκε αρχικά από την οικογένεια Εφεσίου για κατοικία μέχρι την πώλησή του στη Γαλλική Κυβέρνηση το 1958. Από τότε και μέχρι το 1987, που έγιναν οι καταστροφικοί σεισμοί στην περιοχή, χρησιμοποιήθηκε από το Γαλλικό Ινστιτούτο σαν σχολή εκμάθησης της Γαλλικής Γλώσσας και σαν Πολιτιστικό Κέντρο διάδοσης της Γαλλικής Παιδείας.
Από τους σεισμούς και μέχρι σήμερα το κτήριο παραμένει κλειστό.
Το κτήριο αποτελείται από ένα τμήμα υπογείου στην πτέρυγα Α επί της οδού Μαυρομιχάλη, ισόγειο και Α΄ όροφο σε σχήμα «Π» που αναπτύσσεται περιμετρικά του οικοπέδου και από έναν όροφο που αναπτύσσεται παράλληλα και εν εσοχή με την οδό Μαυρομιχάλη.
Το αρχικό ισόγειο τμήμα της πτέρυγας Β που χρησίμευε σαν στάβλος έχει φέρουσα τοιχοποιία, από λιθοδομή, πάχους 90 εκ.. Αρχικά την στέγη την έφεραν πέτρινες αψίδες, των οποίων οι γενέσεις είναι ορατές ακόμη και σήμερα.
Στη συνέχεια του κτηρίου αυτού κατασκευάστηκε η πτέρυγα Α η οποία αποτέλεσε και το κυρίως τμήμα της κατοικίας. Στο υπόγειο της πτέρυγας αυτής υπάρχουν δύο χώροι που χρησίμευαν σαν αποθήκες.
Η φέρουσα τοιχοποιία είναι από λιθοδομή πάχους 90 εκ. Επίσης φέρουσα είναι και η τοιχοποιία της ανωδομής, πάχους 60 εκ. - 90 εκ.
Το δάπεδο της εισόδου είναι επιστρωμένο με μαρμάρινες πλάκες τοποθετημένες ρομβοειδώς, ενώ των λοιπών χώρων είναι με πλάκες.
Η κλίμακα που οδηγεί από την είσοδο του ισογείου στο μεσοπάτωμα είναι μαρμάρινη ευθύγραμμη και φέρει προστατευτικό διακοσμητικό κιγκλίδωμα από χυτοσίδηρο με ξύλινη κουπαστή.
Η άλλη κλίμακα που οδηγεί από το μεσοπάτωμα στον Α΄ όροφο είναι καμπύλη και έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από ξύλο. Φέρει κουπαστή με ξύλινους τορνευτούς ορθοστάτες.
Οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι είναι από οπτοπλινθοδομή και έχουν επιχριστεί .
Τα δάπεδα του ορόφου είναι από ξύλινη διαδοκιδωτή πολυκέλυφη κατασκευή. Το επάνω κέλυφος, που είναι το δάπεδο του ορόφου, αποτελείται από ξύλινες τάβλες επί των φερουσών ξύλινων δοκών, οι οποίες είναι πακτωμένες στις φέρουσες λιθοδομές. Το κάτω κέλυφος, που είναι η οροφή των χώρων, αποτελείται από επιχρισμένες μπαγδαντόπηχες, οι οποίες στον Α΄ όροφο, στην είσοδο και στο κλιμακοστάσιο, είναι διακοσμημένες με ζωγραφικά μοτίβα.
Όλα τα κουφώματα είναι ξύλινα. Οι εσωτερικές θύρες είναι ταμπλαδωτές βαμμένες, ενώ τα εξωτερικά κουφώματα είναι τα μεν υαλοστάσια με καΐτια, τα δε εξώφυλλα γαλλικού τύπου.
Τα παράθυρα του Α΄ ορόφου που βλέπουν προς την αυλή έχουν κυκλικό σχήμα και είναι διαμορφωμένα με πολύχρωμους υαλοπίνακες.
Το κτήριο καλύπτεται με τετράριχτη κεραμοσκεπή στέγη επί ξύλινου σκελετού.
Μετά την πλήρη αποπεράτωση του κτηρίου, έγινε προσθήκη Β΄ ορόφου κατά μήκος της όψης της αυλής. Ο εν εσοχή τοίχος επί της οδού Μαυρομιχάλη έχει κατασκευαστεί στο μεσαίο του τμήμα από λιθοδομή, εκατέρωθεν δε αυτού από μπαγδαντί. Η λιθοδομή αυτή έχει πάχος 45 εκ. και εδράζεται στην υποκείμενη λιθοδομή που έχει πάχος 60 εκ.
Η όψη του ορόφου αυτού που βλέπει προς την αυλή, έχει κατασκευαστεί από μπαγδαντί, ενώ οι δύο πλάγιες όψεις που βλέπουν στην οδό Γρηγορίου η μία και στη μεσοτοιχία άλλη, είναι από πλίνθους και μπαγδαντί αντίστοιχα.
Οι εξωτερικές όψεις έχουν διαμορφωθεί ακριβώς με τα πρότυπα της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Εικάζεται ότι αρχιτέκτων του κτιρίου μπορεί να είναι ο Τσίλλερ .
Όλο το κτήριο εξωτερικά έχει επιχριστεί και έχει διαχωριστεί ανά όροφο με ζωνάρια, που εξέχουν από την τελική επιχρισμένη επιφάνεια, όπως επίσης εξέχουν και οι γωνιακές παραστάδες και τα πλαίσια γύρω από τα κουφώματα.
Τα εξέχοντα τμήματα έχουν γίνει από τραβηχτό σοβά και έχουν χρωματιστεί λευκά, εκτός από την στέψη του κτιρίου που έχει χρωματιστεί γαλάζια.
Ενώ οι επιχρισμένες επιφάνειες του Α΄ ορόφου είναι λείες με πατητό επίχρισμα και είναι βαμμένες στο κλασικό χρώμα της ώχρας, οι επιχρισμένες επιφάνειες του ισογείου είναι σε απομίμηση ισόδομης αρμολογημένης λιθοδομής στο ίδιο χρώμα.