
Ι.Ν. ΚΟΙΜΗΣΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 17ος, ΚΗΠΙΝΑ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Ιστορικά στοιχεία - αρχιτεκτονική μονής
Η Ιερά Μονή Κηπίνας βρίσκεται κοντά στον ομώνυμο οικισμό. Είναι χτισμένη στο μέσο σχεδόν ενός τεράστιου βράχου στη βορειοανατολική πλευρά του άγριου και σπάνιας ομορφιάς φαραγγιού του Καλαρρύτικου ποταμού και προκαλεί θαυμασμό η θεμελίωση και το χτίσιμο σε τόσο ύψος, πάνω από κατακόρυφους βράχους.
Η Μονή είναι αφιερωμένη στην «Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου», πανηγυρίζει όμως την Παρασκευή της Διακαινησίμου, εορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Υπάγεται στην πνευματική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητρόπολης Ιωαννίνων και είναι μετόχι της Ιεράς Μονής Γενεσίου της Θεοτόκου Τσούκας.
Το όνομα, σύμφωνα με γλωσσολόγους, προέρχεται μάλλον από το σλάβικο «Κιπ», που σημαίνει εικόνα ή ζωγραφιά και την κατάληξη -ίνα, όνομα που πήρε αργότερα και ο γειτονικός οικισμός Αρμπορέσι, στα όρια του οποίου βρίσκεται το μνημείο. Μια άλλη εκδοχή για το όνομα αναφέρει ότι η Μονή οφείλει το όνομά της πιθανά στους κήπους που καλλιεργούσαν οι μοναχοί κάτω από αυτήν.
Ο Σεραφείμ Ξενόπουλος ή Βυζάντιος, Μητροπολίτης Άρτας, γράφει ότι το μοναστήρι οικοδομήθηκε το 1212 από τον Επίσκοπο Γρηγόριο, όταν δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Η παράδοση λέει ότι οι μοναχοί της Ιεράς Μονής Βύλιζας, που βρίσκεται απέναντι, έβλεπαν στο συγκεκριμένο σημείο καντήλι να καίει και αποφάσισαν να χτίσουν εκεί νέο μοναστήρι. Κατά μια άλλη εκδοχή, στη διαδικασία επιλογής ηγούμενου για την Ιερά Μονή Βύλιζας ένας από τους υποψηφίους διαφώνησε γιατί θεώρησε ότι αδικήθηκε, αποχώρισε με μερικούς καλόγερους και ψάχνοντας τη γύρω περιοχή έφθασαν στο συγκεκριμένο σημείο όπου άρχισαν να χτίζουν νέο μοναστήρι.
Η προσπέλαση του μοναστηριού γίνεται από ένα μικρό μονοπάτι στα ανατολικά του, λαξευμένο στο βράχο, το οποίο καταλήγει σε μικρή ξύλινη κρεμαστή γέφυρα πριν την είσοδο. Η γέφυρα ήταν και παραμένει κινητή και σηκωνόταν με μηχανισμό, έτσι ώστε το μοναστήρι να καθίσταται απροσπέλαστο στους επίδοξους επιδρομείς, αφού δημιουργείται κενό τεσσάρων μέτρων στο γκρεμό.
Στο εσωτερικό του ναού διατηρούνται τοιχογραφίες που χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα και οι οποίες παρουσιάζουν αρκετές φθορές. Επίσης, διατηρείται ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο.
Στα δεξιά της σπηλιάς λαξεύτηκε ο βράχος όπου χτίστηκε το καθολικό της Μονής, μια μικρή μονόκλιτη βασιλική με τρούλο. Αποτελείται από τον νάρθηκα, τον κυρίως ναό και το Ιερό Βήμα, τα οποία είναι ενσωματωμένα στη σπηλιά.
Ο χώρος του ιερού διαχωρίζεται με ψηλό ξυλόγλυπτο εικονοστάσι. Αυτό διαρθρώνεται κατά τα γνωστά: τη βάση, την ποδιά με τους ταμπλάδες, τους κεταμπέδες, τη ζώνη με τις δεσποτικές εικόνες, το δωδεκάορτο με την επίστεψη και το σταυρό με τα λυπηρά.
Λίγο χαμηλότερα από τη βάση του τεταρτοσφαίριου, σχηματίζεται η αψίδα του ιερού. Είναι ημικυκλική και φέρει τυφλό μονόλοβο παράθυρο.
Το τύμπανα του τρούλου είναι σμιλευμένο στο βράχο και στηρίζεται στις δύο φαρδιές ημικυλινδρικές καμάρες των τόξων της εισόδου και του ιερού και στις δύο στενότερες της βόρειας και της νότιας πλευράς του ναού.
Ο νάρθηκας εκτείνεται στη δυτική πλευρά του ναού είναι ενσωματωμένος στη κάτοψη.
Η κύρια είσοδος του ναού βρίσκεται στη δυτική πλευρά και είναι μικρών διαστάσεων.
Η είσοδος του νάρθηκα είναι από τη νότια πλευρά. Στη βόρεια πλευρά του νάρθηκα υπάρχουν τέσσερα πέτρινα σκαλοπάτια που καταλήγουν σε ξύλινη πόρτα η οποία οδηγεί στην είσοδο του σπηλαίου.
Η Ιερά Μονή Κηπίνας βρίσκεται κοντά στον ομώνυμο οικισμό. Είναι χτισμένη στο μέσο σχεδόν ενός τεράστιου βράχου στη βορειοανατολική πλευρά του άγριου και σπάνιας ομορφιάς φαραγγιού του Καλαρρύτικου ποταμού και προκαλεί θαυμασμό η θεμελίωση και το χτίσιμο σε τόσο ύψος, πάνω από κατακόρυφους βράχους.
Η Μονή είναι αφιερωμένη στην «Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου», πανηγυρίζει όμως την Παρασκευή της Διακαινησίμου, εορτή της Ζωοδόχου Πηγής. Υπάγεται στην πνευματική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητρόπολης Ιωαννίνων και είναι μετόχι της Ιεράς Μονής Γενεσίου της Θεοτόκου Τσούκας.
Το όνομα, σύμφωνα με γλωσσολόγους, προέρχεται μάλλον από το σλάβικο «Κιπ», που σημαίνει εικόνα ή ζωγραφιά και την κατάληξη -ίνα, όνομα που πήρε αργότερα και ο γειτονικός οικισμός Αρμπορέσι, στα όρια του οποίου βρίσκεται το μνημείο. Μια άλλη εκδοχή για το όνομα αναφέρει ότι η Μονή οφείλει το όνομά της πιθανά στους κήπους που καλλιεργούσαν οι μοναχοί κάτω από αυτήν.
Ο Σεραφείμ Ξενόπουλος ή Βυζάντιος, Μητροπολίτης Άρτας, γράφει ότι το μοναστήρι οικοδομήθηκε το 1212 από τον Επίσκοπο Γρηγόριο, όταν δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Η παράδοση λέει ότι οι μοναχοί της Ιεράς Μονής Βύλιζας, που βρίσκεται απέναντι, έβλεπαν στο συγκεκριμένο σημείο καντήλι να καίει και αποφάσισαν να χτίσουν εκεί νέο μοναστήρι. Κατά μια άλλη εκδοχή, στη διαδικασία επιλογής ηγούμενου για την Ιερά Μονή Βύλιζας ένας από τους υποψηφίους διαφώνησε γιατί θεώρησε ότι αδικήθηκε, αποχώρισε με μερικούς καλόγερους και ψάχνοντας τη γύρω περιοχή έφθασαν στο συγκεκριμένο σημείο όπου άρχισαν να χτίζουν νέο μοναστήρι.
Η προσπέλαση του μοναστηριού γίνεται από ένα μικρό μονοπάτι στα ανατολικά του, λαξευμένο στο βράχο, το οποίο καταλήγει σε μικρή ξύλινη κρεμαστή γέφυρα πριν την είσοδο. Η γέφυρα ήταν και παραμένει κινητή και σηκωνόταν με μηχανισμό, έτσι ώστε το μοναστήρι να καθίσταται απροσπέλαστο στους επίδοξους επιδρομείς, αφού δημιουργείται κενό τεσσάρων μέτρων στο γκρεμό.
Στο εσωτερικό του ναού διατηρούνται τοιχογραφίες που χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα και οι οποίες παρουσιάζουν αρκετές φθορές. Επίσης, διατηρείται ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο.
Στα δεξιά της σπηλιάς λαξεύτηκε ο βράχος όπου χτίστηκε το καθολικό της Μονής, μια μικρή μονόκλιτη βασιλική με τρούλο. Αποτελείται από τον νάρθηκα, τον κυρίως ναό και το Ιερό Βήμα, τα οποία είναι ενσωματωμένα στη σπηλιά.
Ο χώρος του ιερού διαχωρίζεται με ψηλό ξυλόγλυπτο εικονοστάσι. Αυτό διαρθρώνεται κατά τα γνωστά: τη βάση, την ποδιά με τους ταμπλάδες, τους κεταμπέδες, τη ζώνη με τις δεσποτικές εικόνες, το δωδεκάορτο με την επίστεψη και το σταυρό με τα λυπηρά.
Λίγο χαμηλότερα από τη βάση του τεταρτοσφαίριου, σχηματίζεται η αψίδα του ιερού. Είναι ημικυκλική και φέρει τυφλό μονόλοβο παράθυρο.
Το τύμπανα του τρούλου είναι σμιλευμένο στο βράχο και στηρίζεται στις δύο φαρδιές ημικυλινδρικές καμάρες των τόξων της εισόδου και του ιερού και στις δύο στενότερες της βόρειας και της νότιας πλευράς του ναού.
Ο νάρθηκας εκτείνεται στη δυτική πλευρά του ναού είναι ενσωματωμένος στη κάτοψη.
Η κύρια είσοδος του ναού βρίσκεται στη δυτική πλευρά και είναι μικρών διαστάσεων.
Η είσοδος του νάρθηκα είναι από τη νότια πλευρά. Στη βόρεια πλευρά του νάρθηκα υπάρχουν τέσσερα πέτρινα σκαλοπάτια που καταλήγουν σε ξύλινη πόρτα η οποία οδηγεί στην είσοδο του σπηλαίου.